διαπάσσω: Difference between revisions

From LSJ

εὖτ' ἂν ὑπὸ τοῦ κακοῦ κτεινέωνται → when the disease is proceeding towards a fatal termination

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "τὰς" to "τὰς")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαπάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. -[[πάσω]] [ᾰ], αόρ. αʹ <i>-έπᾰσα</i>· [[ραντίζω]], [[καταβρέχω]], [[πασπαλίζω]], [[σκορπίζω]], δ. τοῦ ψήγματος ἐς [[τὰς]] [[τρίχας]], πασπάλισε λίγη [[σκόνη]] πάνω στα μαλλιά, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''διαπάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. -[[πάσω]] [ᾰ], αόρ. αʹ <i>-έπᾰσα</i>· [[ραντίζω]], [[καταβρέχω]], [[πασπαλίζω]], [[σκορπίζω]], δ. τοῦ ψήγματος ἐς τὰς [[τρίχας]], πασπάλισε λίγη [[σκόνη]] πάνω στα μαλλιά, σε Ηρόδ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[attic]] -ττω fut. -[[πάσω]] aor1 -έπᾰσα<br />to [[sprinkle]], δ. τοῦ ψήγήατος ἐς τὰς τρίχας to [[sprinkle]] [[some]] [[dust]] on the [[hair]], Hdt.
|mdlsjtxt=[[attic]] -ττω fut. -[[πάσω]] aor1 -έπᾰσα<br />to [[sprinkle]], δ. τοῦ ψήγήατος ἐς τὰς τρίχας to [[sprinkle]] [[some]] [[dust]] on the [[hair]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 12:50, 6 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπάσσω Medium diacritics: διαπάσσω Low diacritics: διαπάσσω Capitals: ΔΙΑΠΑΣΣΩ
Transliteration A: diapássō Transliteration B: diapassō Transliteration C: diapasso Beta Code: diapa/ssw

English (LSJ)

Att. διαπάττω, sprinkle, διαπάσας τοῦ ψήγματος ἐς τὰς τρίχας Hdt.6.125; σμύρνῃ δ. τὴν ὁδόν Eub.128; δασύποδας ἁλσὶ δ. Alc.Com. 17; μέλανι διαπεπασμένον χρῶμα Arist.HA526a12; πυρρὰ διαπεπασμένα with red spots, ib.527b30.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): át. -ττω
• Morfología: [aor. inf. διαπάσαι Hp.Morb.2.18]
I espolvorear, esparcir c. gen. y ἐς c. ac.: ἐς τὰς τρίχας διαπάσας τοῦ ψήγματος Hdt.6.125, c. dat. ἁλσὶ λεπτοῖσι διαπάσαι Hp.l.c.
c. ac. y dat. (τοὺς δασύποδας) ἁλσὶ διαπάττειν Alc.Com.17, σμύρνῃ διάπαττε τὴν ὁδόν Eub.125, (τὸν σῖτον) τῇ γῇ τῇ Χαλκιδικῇ IG 12.Suppl.644.17 (Cálcide II a.C.).
II en v. med.-pas.
1 ser moteado de moluscos χρῶμα μέλανι διαπεπασμένον Arist.HA 526a12, καὶ ἄλλα πυρρὰ διαπεπασμένα y otras partes moteadas de rojo de los cangrejos, Arist.HA 527b30.
2 ser reducido a polvo, desmenuzado ἡ διαπαττομένη γῆ ... ξηραίνει Thphr.CP 5.18.3, cf. HP 8.11.7.

German (Pape)

[Seite 594] (s. πάσσω), dazwischen-, bestreuen; ἐς τὰς τρίχας τοῦ ψήγματος Her. 6, 125; τοὺς δασύποδας ἁλσί Alc. com. Ath. VIII, 399 f; διαπεπασμένος μέλανι, mit schwarzen Flecken, Arist. H. A. 4, 2.

French (Bailly abrégé)

f. διαπάσω, etc.
répandre (de la cendre, de la poudre, du sel, etc.) sur.
Étymologie: διά, πάσσω.

Russian (Dvoretsky)

διαπάσσω: атт. διαπάττω пересыпать, густо насыпать (τοῦ ψήγματος ἔς τι Her.): μέλανι διαπεπασμένος Arst. в черных крапинках.

Greek (Liddell-Scott)

διαπάσσω: Ἀττ. -ττω· μέλλ. -πάσω· ἀόρ. διέπᾰσα· - ῥαντίζω, δ. τοῦ ψήγματος ἐς τὰς τρίχας Ἡρόδ. 6. 125· σμύρνῃ δ. τὴν ὁδὸν Εὔβουλ. Ἀδήλ. 15b· δασύποδας ἁλσὶ δ. Ἀλκαῖ. Κωμ. Καλλ. 1· μέλανι διαπεπασμένος Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 2, 11· πυρρὰ διαπεπασμένα, ἔχοντα ἐρυθρὰ στίγματα, αὐτόθι 4. 3, 7.

Greek Monolingual

διαπάσσω και διαπάττω (Α) πάσσω
1. ραντίζω, πασπαλίζω
2. αλατίζω, καρυκεύω
3. παθ. είμαι διάστικτος, φέρω στίγματα.

Greek Monotonic

διαπάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -πάσω [ᾰ], αόρ. αʹ -έπᾰσα· ραντίζω, καταβρέχω, πασπαλίζω, σκορπίζω, δ. τοῦ ψήγματος ἐς τὰς τρίχας, πασπάλισε λίγη σκόνη πάνω στα μαλλιά, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

attic -ττω fut. -πάσω aor1 -έπᾰσα
to sprinkle, δ. τοῦ ψήγήατος ἐς τὰς τρίχας to sprinkle some dust on the hair, Hdt.