χαλκεών: Difference between revisions
ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῶνος (ὁ) :<br />endroit où l'on travaille l'airain, le cuivre <i>ou</i> le fer, forge, fonderie.<br />'''Étymologie:''' [[χαλκεύς]]. | |btext=ῶνος (ὁ) :<br />endroit où l'on travaille l'airain, le cuivre <i>ou</i> [[le fer]], [[forge]], [[fonderie]].<br />'''Étymologie:''' [[χαλκεύς]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 14:40, 6 December 2022
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, A forge, smithy, βῆ ῥ' ἴμεν ἐς χαλκεῶνα [where εω must be pronounced as one syllable] Od.8.273, cf. A.R.3.41. 2 bar of wrought iron, Lat. strictura, glossed φυσητήρ, χαλκεών (nisi leg. χαλκέων), Gloss.
German (Pape)
[Seite 1330] ῶνος, ὁ, ep. statt χαλκεῖον, die Schmiede, Od. 8, 273 [έω in einer Sylbe zu lesen] u. sp. D., wie Ap. Rh. 3, 41.
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ὁ) :
endroit où l'on travaille l'airain, le cuivre ou le fer, forge, fonderie.
Étymologie: χαλκεύς.
Russian (Dvoretsky)
χαλκεών: ῶνος ὁ (εω односложно) кузница Hom.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκεών: -ῶνος, ὁ, Ἐπικ. ἀντὶ χαλκεῖον, σιδηρουργεῖον, βῆ δ’ ἴμεν ἐς χαλκεῶνα [[[ἔνθα]] τὸ εω προφέρεται κατὰ συνίζησιν ὡς μία συλλαβή], Ὀδ. Θ. 273, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 41.
English (Autenrieth)
ῶνος: forge, Od. 8.273†.
Greek Monolingual
-ῶνος, ὁ, ΜΑ
1. ράβδος από κατεργασμένο σίδηρο
2. κατάστημα πώλησης μεταλλικών ειδών
αρχ.
χαλκευτήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + επίθημα -εών (πρβλ. προμαχ-εών, φαρετρ-εών). Λιγότερο πιθανή θεωρείται η παραγωγή της λ. από το αρσ. χαλκεύς.
Greek Monotonic
χαλκεών: -ῶνος, ὁ, Επικ. αντί χαλκεῖον, σιδηρουργείο, μεταλλουργείο, σε Ομήρ. Οδ.