ὁπηλίκος: Difference between revisions
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+), ([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+)(<\/b>)" to "$2, $3") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=opilikos | |Transliteration C=opilikos | ||
|Beta Code=o(phli/kos | |Beta Code=o(phli/kos | ||
|Definition=η, ον, relat. and indirect interrog., [[however big]] (or | |Definition=η, ον, relat. and indirect interrog., [[however big]] (or [[small)]], [[how big]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>737c</span>, <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Ep.</span>1p.16U.</span>; exclamatory, [[how big]]! <span class="bibl">Diocl.Fr.145</span>; indef. ὁπηλικοσοῦν, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Cael.</span>274a14</span>, al., <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Ep.</span>1p.16U.</span>; ὁπηλικοσδηποτοῦν, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Superf.</span>27</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:45, 9 December 2022
English (LSJ)
η, ον, relat. and indirect interrog., however big (or small), how big, Pl.Lg.737c, Epicur.Ep.1p.16U.; exclamatory, how big! Diocl.Fr.145; indef. ὁπηλικοσοῦν, Arist.Cael.274a14, al., Epicur.Ep.1p.16U.; ὁπηλικοσδηποτοῦν, Hp.Superf.27.
German (Pape)
[Seite 356] correlat. zu πηλίκος, wie groß; Plat. Legg. V, 757 c, vulg. πηλίκος; Sp., wie Nonn. D. 20, 364; ὁπηλικοσοῦν μέγεθος, wie groß auch immer, Arist. phys. 1, 36; D. L. 10, 56.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
combien grand.
Étymologie: corrélat. de πηλίκος.
Russian (Dvoretsky)
ὁπηλίκος: (ῐ) relat. сколь большой, каких размеров: ὁπόσα μέρη πλήθει καὶ ὁπηλίκα Plat. сколько частей и каких по размерам.
Greek (Liddell-Scott)
ὁπηλίκος: -η, -ον, ὁπόσον μέγας, συσχετικὸν τοῦ πηλίκος, Πλάτ. Νόμ. 737C· ὁπηλικοσοῦν Ἀριστ. π. Οὐρ. 1. 6, 12, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
ὁπηλίκος, -η, -ον (Α)
(σε αναφ. και πλάγιες ερωτημ. προτάσεις) πόσο μεγάλος ή μικρός («καθ' ὁπόσα μέρη... καὶ ὁπηλίκα διαιρετέον αὐτούς», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αναφορική αντων. ὁπηλίκος έχει σχηματιστεί από το θ. yo- της αναφορικής αντων. ὅς, ἥ, ὅ (βλ. λ. ος) και από την ερωτηματική αντων. πηλίκος (βλ. λ. ηλίκος). Για τον σχηματισμό του ὁπηλίκος < πηλίκος πρβλ. και ὁποῖος < ποῖος, ὁπόσος < πόσος κ.λπ.].