ἐπιτίμιος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) :" to "$1 $2 :")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui sert à honorer]] : τἀπιτίμιά τινος SOPH honneurs qu’on rend à qqn;<br /><b>2</b> τὸ ἐπιτίμιον, τὰ ἐπιτίμια peine infligée par la loi <i>ou</i> par un tribunal ; châtiment, peine <i>en gén.</i><br /><b>3</b> τὸ ἐπιτίμιον valeur, prix.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[τιμή]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui sert à honorer]] : τἀπιτίμιά τινος SOPH honneurs qu'on rend à qqn;<br /><b>2</b> τὸ ἐπιτίμιον, τὰ ἐπιτίμια peine infligée par la loi <i>ou</i> par un tribunal ; châtiment, peine <i>en gén.</i><br /><b>3</b> τὸ ἐπιτίμιον valeur, prix.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[τιμή]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιτίμιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[έντιμος]], [[αξιότιμος]], [[δίκαιος]] («[[ἐπιτίμιος]] [[πόλις]]», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που χρησιμεύει για να τιμηθεί [[κάποιος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ἐπιτίμιον]]<br /><b>βλ.</b> [[επιτίμιο]].
|mltxt=[[ἐπιτίμιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[έντιμος]], [[αξιότιμος]], [[δίκαιος]] («[[ἐπιτίμιος]] [[πόλις]]», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που χρησιμεύει για να τιμηθεί [[κάποιος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ἐπιτίμιον]]<br /><b>βλ.</b> [[επιτίμιο]].
}}
}}

Revision as of 22:40, 11 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτίμιος Medium diacritics: ἐπιτίμιος Low diacritics: επιτίμιος Capitals: ΕΠΙΤΙΜΙΟΣ
Transliteration A: epitímios Transliteration B: epitimios Transliteration C: epitimios Beta Code: e)piti/mios

English (LSJ)

α, ον, honourable, πόλις IG12(8).528 (Thasos).

German (Pape)

[Seite 994] was Einem zur Ehre geschieht, ἔστ' Ὀρέστου ταῦτα τἀπιτίμια Soph. El. 903; übh. το ἐπιτίμιον, die Strafe, Vergeltung, Lohn, τοὐπιτίμιον λαβεῖν Aesch. Spt. 1012; τῶνδε τἀπιτίμια Pers. 809; δεῖξον ἀνθρώποισι τἀπιτίμια τῆς δυσσεβείας οἷα δωροῦνται θεοί Soph. El. 1374; ἐπιτίμια δέδωκεν Eur. Hec. 1086; ἐπιτίμια διδοῦσιν ἐκείνοις Her. 4, 80; bes. im att. Recht, die von den Richtern festgesetzte Strafe, meist in Geld, τοῖς ἐπιτιμίοις ἔνοχοι τοῦ φόνου Antiph. IV α 4; τὰ ἐκ τῶν νόμων ἐπ. Lycurg. 4; ἔπεστι ταῖς ἐπαγγελίαις Is. 3, 47; ἔσται πρὸς τούτοις Dem. 24, 116; Sp., wie Plut. ἐπιτιμίοις μεγάλοις ἐξελθεῖν τοὺς λαχόντας ἀναγκάσαντες Coriol. 13; vgl. Meier u. Schömann att. Proc. p. 739.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui sert à honorer : τἀπιτίμιά τινος SOPH honneurs qu'on rend à qqn;
2 τὸ ἐπιτίμιον, τὰ ἐπιτίμια peine infligée par la loi ou par un tribunal ; châtiment, peine en gén.
3 τὸ ἐπιτίμιον valeur, prix.
Étymologie: ἐπί, τιμή.

Greek Monolingual

ἐπιτίμιος, -ον (Α)
1. έντιμος, αξιότιμος, δίκαιοςἐπιτίμιος πόλις», επιγρ.)
2. αυτός που χρησιμεύει για να τιμηθεί κάποιος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιτίμιον
βλ. επιτίμιο.