αποκληρώνω: Difference between revisions
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Μ ἀποκληρώνω, AM ἀποκληρῶ, | |mltxt=(Μ [[ἀποκληρώνω]], AM [[ἀποκληρῶ]], [[ἀποκληρόω]])<br />[[αποκλείω]] κάποιον από την κληρονομική [[μερίδα]] που του ανήκει<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[παραχωρώ]] [[δικαίωμα]], [[προνόμιο]] κ.λπ.<br /><b>μσν.</b><br />[[αποξενώνω]] κάποιον από τα κτήματα ή τις κτήσεις του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκλέγω]] κάποιον σ' ένα [[αξίωμα]] με κλήρο<br /><b>2.</b> [[αποκλείω]] κάποιον από κάποιο [[αξίωμα]] με κλήρο<br /><b>3.</b> [[μοιράζω]] με κλήρο. | ||
}} | }} | ||
{{trml | {{trml |
Latest revision as of 12:18, 24 December 2022
Greek Monolingual
(Μ ἀποκληρώνω, AM ἀποκληρῶ, ἀποκληρόω)
αποκλείω κάποιον από την κληρονομική μερίδα που του ανήκει
αρχ.-μσν.
παραχωρώ δικαίωμα, προνόμιο κ.λπ.
μσν.
αποξενώνω κάποιον από τα κτήματα ή τις κτήσεις του
αρχ.
1. εκλέγω κάποιον σ' ένα αξίωμα με κλήρο
2. αποκλείω κάποιον από κάποιο αξίωμα με κλήρο
3. μοιράζω με κλήρο.
Translations
disinherit
Arabic: حَرَمَ مِنَ ٱلْوَرَاثَة; Bulgarian: лишавам от наследство; Czech: vydědit; Dutch: onterven; Finnish: tehdä perinnöttömäksi, jättää perinnöttä; French: déshériter; German: enterben; Greek: αποκληρώνω; Ancient Greek: ἀποκηρύσσω, ἀποκηρύττω, ἀβστινατεύω, ἐκτέμνω τῆς συγγενείας, ἀπὸ κληρονόμων ποιεῖν τινά, ἀπὸ κληρονόμων ποιεῖσθαι τινά; Italian: diseredare; Latin: exheredo; Maori: whakahoe; Polish: wydziedziczać, wydziedziczyć; Russian: лишить наследства; Slovak: vydediť; Spanish: desheredar; Thai: ตัดมิให้รับมรดก; Turkish: mirastan mahrum bırakmak