φλίω: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, $2.<br")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=être enflé, être gonflé.<br />'''Étymologie:''' DELG apparenté à [[φλύω]].
|btext=[[être enflé]], [[être gonflé]].<br />'''Étymologie:''' DELG apparenté à [[φλύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 12:25, 8 January 2023

German (Pape)

[Seite 1292] = φλιδάω (?).

French (Bailly abrégé)

être enflé, être gonflé.
Étymologie: DELG apparenté à φλύω.

Greek (Liddell-Scott)

φλίω: φλιδάω, πρβλ. Λοβέκ. ἐν Παθ. σ. 432.

Greek Monolingual

Α
είμαι γεμάτος, φουσκωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φλίω και η οικογένειά του ανάγονται, κατά την πιθανότερη άποψη, στην ΙΕ ρίζα bhl-ei- / bhl-i- «φουσκώνω, πρήζομαι, ξεχειλίζω», η οποία αποτελεί παρεκτεταμένη, με -i-, μορφή της ρίζας bhel- «φουσκώνω, πρήζομαι, ρέω», (πρβλ. τα ρ. φλέω, φλύω < ρίζα bhl-eu- / bhl-u- με παρέκταση -u-). Το ρ. φλῑω απαντά μόνο σε έναν σύνθ. τ. μτχ. περιφλίοντος (όπου το -- αποτελεί αντιπροσώπευση της ΙΕ διφθόγγου -ei-, πρβλ. χλῑω (πιθ. < ρίζα ghlei-, βλ. λ. χλιαίνω), πιθ. τρίβω, ενώ οι υπόλοιποι τ. της οικογένειας αυτής εμφανίζουν οδοντική παρέκταση d της ρίζας (πρβλ. φλυ-δ-) και έχουν σχηματιστεί από θ. φλι-δ-της μηδενισμένης βαθμίδας ή φλοι-δ- της ετεροιωμένης (πρβλ. αγγλ. bloat «πρήζομαι» < γερμ. blait-ōn < IE bhloid-). To σύστημα, εξάλλου, τών τ. φλίω: φλιαρός: φλιδῶ: φλιδών: φλοιδιῶ μπορεί να παραβληθεί με τους τ. χλίω: χλιαρός: χλιδῶ: χλιδών: χλοιδῶ (βλ. λ. χλιαίνω). Από σημασιολογική άποψη, αρχική πρέπει να θεωρηθεί η σημ. «φουσκώνω, πρήζομαι» (πρβλ.περιφλίω, φλιδῶ, φλιδών «σφυγμός»), από την οποία προήλθαν οι ειδικότερες σημ. «έχω φουσκάλες με υγρό» (πρβλ. ὑπερφλοισμός) και «έχω φλύκταινες που έχουν προκληθεί από κάψιμο» και στην συνέχεια «φλέγομαι» (πρβλ. φλοιδῶ, φλοιδιῶ), ενώ από το φαινόμενο της σήψης που μπορεί να παρατηρείται σε τέτοιες περιπτώσεις προήλθε η γενικότερη σημ. «σαπίζω, διαλύομαι, καταστρέφομαι, σχίζομαι, κουρελιάζομαι» (πρβλ. φλιδῶ, φλιδάνω, φλιδιόωντο, φλιδών)].