γῆθος: Difference between revisions
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=gh=qos | |Beta Code=gh=qos | ||
|Definition=εος, τό, = [[γηθοσύνη]] ([[joy]], [[delight]]), Epicur. ''Fr.'' 423, Plu. ''Ages.'' 29, Luc. ''Am.'' 9, etc. | |Definition=εος, τό, = [[γηθοσύνη]] ([[joy]], [[delight]]), Epicur. ''Fr.'' 423, Plu. ''Ages.'' 29, Luc. ''Am.'' 9, etc. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-εος, τό<br />[[alegría]], [[gozo]] ἀνυπέρβλητον Epicur.<i>Fr</i>.[226], βέβαιον Plu.2.101b, πολύ Orph.<i>H</i>.45.7, cf. Plu.2.477d, 786d, Luc.<i>Am</i>.9, Them.<i>Or</i>.19.231b, Hsch. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0489.png Seite 489]] τό, = folgdm, Luc. Amor. 9; Plat. Ages. 29 u. a. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0489.png Seite 489]] τό, = folgdm, Luc. Amor. 9; Plat. Ages. 29 u. a. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />[[joie]].<br />'''Étymologie:''' cf. [[γηθέω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[γῆθος]] -εος, contr. -ους, τό [~ [[γηθέω]] [[blijdschap]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γῆθος:''' εος τό Plut., Luc. = [[γηθοσύνη]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γῆθος''': -εος, τό, =τῷ ἑπομ., Πάρ Χρον. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2374. 27, Πλούτ. Ἀγησ. 29, κτλ. | |lstext='''γῆθος''': -εος, τό, =τῷ ἑπομ., Πάρ Χρον. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2374. 27, Πλούτ. Ἀγησ. 29, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[γῆθος]], το (Α)<br />[[γηθοσύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γηθέω]]. Η λ. [[πρέπει]] να [[είναι]] αρχαία, παρ' όλο που μαρτυρείται μεταγενέστερα, [[γιατί]] απαντά ως β' συνθετικό ορισμένων συνθέτων που χρησιμοποιούνται στη [[γλώσσα]] τών επών ( | |mltxt=[[γῆθος]], το (Α)<br />[[γηθοσύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γηθέω]]. Η λ. [[πρέπει]] να [[είναι]] αρχαία, παρ' όλο που μαρτυρείται μεταγενέστερα, [[γιατί]] απαντά ως β' συνθετικό ορισμένων συνθέτων που χρησιμοποιούνται στη [[γλώσσα]] τών επών ([[πρβλ]]. <i>εύγᾱθής</i>, <i>μελιγᾱθής</i>, <i>πλουτογᾱθής</i>, [[πολυγηθής]], <i>φιλογᾱθής</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γῆθος:''' -εος, τό = το επόμ., ([[γηθέω]]), σε Πλούτ. | |lsmtext='''γῆθος:''' -εος, τό = το επόμ., ([[γηθέω]]), σε Πλούτ. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:05, 8 January 2023
English (LSJ)
εος, τό, = γηθοσύνη (joy, delight), Epicur. Fr. 423, Plu. Ages. 29, Luc. Am. 9, etc.
Spanish (DGE)
-εος, τό
alegría, gozo ἀνυπέρβλητον Epicur.Fr.[226], βέβαιον Plu.2.101b, πολύ Orph.H.45.7, cf. Plu.2.477d, 786d, Luc.Am.9, Them.Or.19.231b, Hsch.
German (Pape)
[Seite 489] τό, = folgdm, Luc. Amor. 9; Plat. Ages. 29 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
joie.
Étymologie: cf. γηθέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γῆθος -εος, contr. -ους, τό [~ γηθέω blijdschap.
Russian (Dvoretsky)
γῆθος: εος τό Plut., Luc. = γηθοσύνη.
Greek (Liddell-Scott)
γῆθος: -εος, τό, =τῷ ἑπομ., Πάρ Χρον. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2374. 27, Πλούτ. Ἀγησ. 29, κτλ.
Greek Monolingual
γῆθος, το (Α)
γηθοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γηθέω. Η λ. πρέπει να είναι αρχαία, παρ' όλο που μαρτυρείται μεταγενέστερα, γιατί απαντά ως β' συνθετικό ορισμένων συνθέτων που χρησιμοποιούνται στη γλώσσα τών επών (πρβλ. εύγᾱθής, μελιγᾱθής, πλουτογᾱθής, πολυγηθής, φιλογᾱθής)].
Greek Monotonic
γῆθος: -εος, τό = το επόμ., (γηθέω), σε Πλούτ.