εὐάλφιτος: Difference between revisions
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />préparé avec de la bonne farine.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἄλφιτον]]. | |btext=ος, ον :<br />[[préparé avec de la bonne farine]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἄλφιτον]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:25, 8 January 2023
English (LSJ)
ον, of good meal, AP7.736 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 1056] φύστη Leon. Tar. 55 (VII, 736), von gutem Gerstenmehl.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
préparé avec de la bonne farine.
Étymologie: εὖ, ἄλφιτον.
Russian (Dvoretsky)
εὐάλφῐτος: приготовленный из хорошей муки (φύστη Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐάλφῐτος: -ον, ἐκ καλοῦ ἀλεύρου, Ἀνθ. Π. 7. 736.
Greek Monolingual
εὐάλφιτος, -ον (Α)
αυτός που έχει κατασκευαστεί από καλό αλεύρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -άλφιτος (< άλφιτον «πληγούρι»), πρβλ. λευκάλφιτος, πολυάλφιτος].
Greek Monotonic
εὐάλφῐτος: -ον (ἄλφιτον), αυτός που είναι φτιαγμένος από καλό αλεύρι, σε Ανθ.