εὔβοτος: Difference between revisions

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />abondant en pâturages.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[βόσκω]].
|btext=ος, ον :<br />[[abondant en pâturages]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[βόσκω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:25, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔβοτος Medium diacritics: εὔβοτος Low diacritics: εύβοτος Capitals: ΕΥΒΟΤΟΣ
Transliteration A: eúbotos Transliteration B: eubotos Transliteration C: eyvotos Beta Code: eu)/botos

English (LSJ)

ον, (βόσκω) A abounding in pasture, Od.15.406 (or, with fine oxen, cf. βοτόν (Addenda)); τοῖς ζῴοις πᾶσιν εὔβοτον Pl.Criti.111a, cf. Ph.1.669, Plu. Cam.16: Sup., Scymn.607, prob. in E.Fr.1083.6. II well-fed, thriving, ἀμνός Theoc.5.24.

German (Pape)

[Seite 1058] gute, reichliche Weide habend, Od. 15, 405; πᾶσι ζῴοις Plat. Critia. 111 a, wie θρέμμασιν εὔβ. χώρα Plut. Cam. 16; D. Hal. 1, 20; Call. Del. 164. – Bei Theocr. 5, 24 ἀμνός, wohlgenährt.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
abondant en pâturages.
Étymologie: εὖ, βόσκω.

Russian (Dvoretsky)

εὔβοτος:
1 богатый пастбищами (νῆσος Hom.);
2 изобилующий, обильный (τοῖς ζῴοις πᾶσιν Plat.; θρέμμασιν Plut.);
3 упитанный, тучный (ἀμνός Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔβοτος: -ον, (βόσκω) ἔχων ἄφθονον καὶ καλὴν βοσκὴν, ἀλλ’ ἀγαθὴ μὲν εὔβοτος, εὔμηλος, «εἰς βόσιν καὶ τροφὴν ἐπιτηδεία» (Σχόλ.), Ὀδ. Ο. 406· τοῖς ζῴοις πᾶσιν εὔβοτον Πλάτ. 110Ε ἐν τέλει. πρβλ. Πλουτ. Κάμιλλ. 16. ΙΙ. εὐτραφής, ἀμνὸς Θεόκριτ. 5. 24. - Καθ’ Ἡσύχ. «εὔβοτοι· εὔτροφοι, εὐανθεῖς».

English (Autenrieth)

(βόσκω): with fine cattle, Od. 15.406†.

Greek Monolingual

εὔβοτος, -ον (Α)
1. (για περιοχή) αυτός που έχει άφθονη και καλή βοσκή («τοῖς ζῴοις πᾶσιν εὔβοτον», Πλάτ.)
2. ευτραφής, καλοθρεμμένοςεὔβοτος ἀμνός», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -βοτος (< βόσκω), πρβλ. αιγίβοτος, βούβοτος].

Greek Monotonic

εὔβοτος: -ον (βόσκω),·
I. αυτός που έχει καλή και άφθονη βοσκή, σε Ομήρ. Οδ.
II. ευτραφής, καλοθρεμμένος, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

εὔ-βοτος, ον βόσκω
I. with good pasture, Od.
II. well-fed, thriving, Theocr.