κλῖτος: Difference between revisions
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=klitos | |Transliteration C=klitos | ||
|Beta Code=kli=tos | |Beta Code=kli=tos | ||
|Definition=εος, τό, | |Definition=εος, τό, v. [[κλεῖτος]] (B). κλῑτύς, v. [[κλειτύς]]. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ους (τό) :<br />colline.<br />'''Étymologie:''' [[κλίνω]]. | |btext=ους (τό) :<br />[[colline]].<br />'''Étymologie:''' [[κλίνω]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κλιτός]], -ή, -όν) [[κλίνω]]<br /><b>γραμμ.</b> (για [[μέρος]] του λόγου) [[εκείνος]] που κλίνεται («η [[αντωνυμία]] ανήκει στα κλιτά μέρη του λόγου, ενώ το [[επίρρημα]] στα άκλιτα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατηφής]], στενοχωρημένος, [[θλιμμένος]] («έχει το [[πρόσωπο]] κλιτό, τ' αμμάτια θαμπωμένα, Ερωφ.)<br /><b>2.</b> [[ταπεινός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «κλιτές γλώσσες»<br /><b>γλωσσ.</b> οι γλώσσες στις οποίες οι γραμματικές σχέσεις δηλώνονται με [[κλίση]], [[δηλαδή]] με καταλήξεις τών λέξεων και όχι με τη συνταγματική [[θέση]] τους<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> σκυμμένος, [[γερτός]] («κλιτή, ως μού 'ναι μπορετό, στα πόδια τσ' αφεντιάς σου [[πέφτω]]», Ερωφ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κλιτό</i>(<i>ν</i>)<br />(βυζ. μουσ.) μια από τις [[τρεις]] χρόες, που λειτουργεί ως [[σημείο]] μετατροπίας<br /><b>μσν.</b><br />[[απλωτός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατηφορικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κλιτά</i> (Μ κλιτά)<br /><b>1.</b> γερτά, σκυφτά<br /><b>2.</b> ταπεινά. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[κλιτός]], -ή, -όν) [[κλίνω]]<br /><b>γραμμ.</b> (για [[μέρος]] του λόγου) [[εκείνος]] που κλίνεται («η [[αντωνυμία]] ανήκει στα κλιτά μέρη του λόγου, ενώ το [[επίρρημα]] στα άκλιτα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατηφής]], στενοχωρημένος, [[θλιμμένος]] («έχει το [[πρόσωπο]] κλιτό, τ' αμμάτια θαμπωμένα, Ερωφ.)<br /><b>2.</b> [[ταπεινός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «κλιτές γλώσσες»<br /><b>γλωσσ.</b> οι γλώσσες στις οποίες οι γραμματικές σχέσεις δηλώνονται με [[κλίση]], [[δηλαδή]] με καταλήξεις τών λέξεων και όχι με τη συνταγματική [[θέση]] τους<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> σκυμμένος, [[γερτός]] («κλιτή, ως μού 'ναι μπορετό, στα πόδια τσ' αφεντιάς σου [[πέφτω]]», Ερωφ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κλιτό</i>(<i>ν</i>)<br />(βυζ. μουσ.) μια από τις [[τρεις]] χρόες, που λειτουργεί ως [[σημείο]] μετατροπίας<br /><b>μσν.</b><br />[[απλωτός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατηφορικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κλιτά</i> (Μ κλιτά)<br /><b>1.</b> γερτά, σκυφτά<br /><b>2.</b> ταπεινά. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:45, 8 January 2023
English (LSJ)
εος, τό, v. κλεῖτος (B). κλῑτύς, v. κλειτύς.
French (Bailly abrégé)
ους (τό) :
colline.
Étymologie: κλίνω.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM κλιτός, -ή, -όν) κλίνω
γραμμ. (για μέρος του λόγου) εκείνος που κλίνεται («η αντωνυμία ανήκει στα κλιτά μέρη του λόγου, ενώ το επίρρημα στα άκλιτα»)
νεοελλ.
1. κατηφής, στενοχωρημένος, θλιμμένος («έχει το πρόσωπο κλιτό, τ' αμμάτια θαμπωμένα, Ερωφ.)
2. ταπεινός
3. φρ. «κλιτές γλώσσες»
γλωσσ. οι γλώσσες στις οποίες οι γραμματικές σχέσεις δηλώνονται με κλίση, δηλαδή με καταλήξεις τών λέξεων και όχι με τη συνταγματική θέση τους
νεοελλ.-μσν.
1. σκυμμένος, γερτός («κλιτή, ως μού 'ναι μπορετό, στα πόδια τσ' αφεντιάς σου πέφτω», Ερωφ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το κλιτό(ν)
(βυζ. μουσ.) μια από τις τρεις χρόες, που λειτουργεί ως σημείο μετατροπίας
μσν.
απλωτός
αρχ.
κατηφορικός.
επίρρ...
κλιτά (Μ κλιτά)
1. γερτά, σκυφτά
2. ταπεινά.