ναυσιπόρος: Difference between revisions

From LSJ

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui fait marcher un navire.<br />'''Étymologie:''' [[ναῦς]], πορεύομαι.
|btext=ος, ον :<br />[[qui fait marcher un navire]].<br />'''Étymologie:''' [[ναῦς]], πορεύομαι.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[ναυσιπόρος]], -ον)<br />αυτός που ταξιδεύει με [[πλοίο]], ο ναυτιλλόμενος<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[κουπιά]]) αυτός που καθιστά τα πλοία ικανά να ταξιδεύουν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> δοτ. πληθ. <i>ναυσί</i> του [[ναῦς]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> [[πόρος]] «[[πέρασμα]]». Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.].
|mltxt=-ο (Α [[ναυσιπόρος]], -ον)<br />αυτός που ταξιδεύει με [[πλοίο]], ο ναυτιλλόμενος<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[κουπιά]]) αυτός που καθιστά τα πλοία ικανά να ταξιδεύουν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> δοτ. πληθ. <i>ναυσί</i> του [[ναῦς]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> [[πόρος]] «[[πέρασμα]]». Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.].
}}
{{pape
|ptext=<i>zu [[Schiffe]] [[fahrend]]</i>, [[στρατός]], Eur. <i>Rhes</i>. 48; [[πλάτας]] ναυσιπόρους, wie [[ναύπορος]], <i>I.A</i>. 172.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 21: Line 24:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[cf. [[ναυσίπορος]]<br /><b class="num">1.</b> act. [[passing]] in a [[ship]], [[seafaring]], Eur.<br /><b class="num">2.</b> causing a [[ship]] to [[pass]], of oars, Eur.
|mdlsjtxt=[cf. [[ναυσίπορος]]<br /><b class="num">1.</b> act. [[passing]] in a [[ship]], [[seafaring]], Eur.<br /><b class="num">2.</b> causing a [[ship]] to [[pass]], of oars, Eur.
}}
{{pape
|ptext=<i>zu [[Schiffe]] [[fahrend]]</i>, [[στρατός]], Eur. <i>Rhes</i>. 48; [[πλάτας]] ναυσιπόρους, wie [[ναύπορος]], <i>I.A</i>. 172.
}}
}}

Latest revision as of 14:10, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυσιπόρος Medium diacritics: ναυσιπόρος Low diacritics: ναυσιπόρος Capitals: ΝΑΥΣΙΠΟΡΟΣ
Transliteration A: nausipóros Transliteration B: nausiporos Transliteration C: nafsiporos Beta Code: nausipo/ros

English (LSJ)

ον, Act., passing in a ship, seafaring, στρατιά E. Rh. 48 (lyr.).
causing a ship to pass, πλάται ν. ship-speeding oars, Id. IA 172 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fait marcher un navire.
Étymologie: ναῦς, πορεύομαι.

Greek Monolingual

-ο (Α ναυσιπόρος, -ον)
αυτός που ταξιδεύει με πλοίο, ο ναυτιλλόμενος
αρχ.
(για κουπιά) αυτός που καθιστά τα πλοία ικανά να ταξιδεύουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί του ναῦς «πλοίο» + πόρος «πέρασμα». Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.].

German (Pape)

zu Schiffe fahrend, στρατός, Eur. Rhes. 48; πλάτας ναυσιπόρους, wie ναύπορος, I.A. 172.

Russian (Dvoretsky)

ναυσῐπόρος:
1 плывущий на кораблях (στρατός Eur.);
2 приводящий в движение корабль (πλάται Eur.).

Middle Liddell

[cf. ναυσίπορος
1. act. passing in a ship, seafaring, Eur.
2. causing a ship to pass, of oars, Eur.