πολυρροίβδητος: Difference between revisions
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />que l'on tire avec grand bruit.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ῥοιβδέω]]. | |btext=ος, ον :<br />[[que l'on tire avec grand bruit]].<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ῥοιβδέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 14:30, 8 January 2023
English (LSJ)
ον, much-whirring, ἄτρακτος AP6.160 (Antip. Sid.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
que l'on tire avec grand bruit.
Étymologie: πολύς, ῥοιβδέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυρροίβδητος -ον [πολύς, ῥοιβδέω] vele draaiingen makend:. ἄτρακτος weefspoel AP 6.160.3.
German (Pape)
viel, oft od. sehr unter Geräusch umgedreht, ἄτρακτος, Antip.Sid. 26 (VI.160).
Russian (Dvoretsky)
πολυρροίβδητος: вращающийся с гудением, гудящий (ἄτρακτος Anth.).
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που στροβιλίζεται, που περιστρέφεται πολύ, πολυδίνητος, ή αυτός που περιστρέφεται γρήγορα παράγοντας ταυτόχρονα πολύ θόρυβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ῥοιβδῶ «κινούμαι ορμητικά»].
Greek Monotonic
πολυρροίβδητος: -ον, αυτός που περιστρέφεται γρήγορα, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
πολυρροίβδητος: -ον, ὁ θορυβωδῶς ἐν τάχει περιστρεφόμενος, πολυδίνητος, ἄτρακτος Ἀνθ. Π. 6. 160.
Middle Liddell
πολυρ-ροίβδητος, ον,
much-whirring, Anth.