σιτολόγος: Difference between revisions

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />collecteur de blé.<br />'''Étymologie:''' [[σῖτος]], [[λέγω]]².
|btext=ου (ὁ) :<br />[[collecteur de blé]].<br />'''Étymologie:''' [[σῖτος]], [[λέγω]]².
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 14:40, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτολόγος Medium diacritics: σιτολόγος Low diacritics: σιτολόγος Capitals: ΣΙΤΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: sitológos Transliteration B: sitologos Transliteration C: sitologos Beta Code: sito/logos

English (LSJ)

(parox.), ὁ, collector of corn, keeper of the public granary, PHib.1.42.4 (iii B.C.), Sammelb.4512.12 (ii B.C.), Ostr.295, PAmh.2.59 (ii B.C.), PTeb.123.5 (i B.C.), etc.

German (Pape)

[Seite 885] Getreide od. übh. Fourage lesend, sammelnd, herbeischaffend, fouragirend, Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
collecteur de blé.
Étymologie: σῖτος, λέγω².

Greek (Liddell-Scott)

σῑτολόγος: ὁ, (λέγω) ὁ συλλέγων σῖτον ἢ ζωοτροφίας, Ἐπιγραφ. Αἰγ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 486b. A, πρβλ. σιταγέρτης.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
στρατιώτης που μετείχε σε ομάδα συγκέντρωσης σιτηρών και άλλων τροφίμων, με διαρπαγή, σε ξένη χώρα
αρχ.
ο φύλακας δημόσιας σιταποθήκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -λόγος].

Greek Monotonic

σιτολόγος: ὁ (λέγω), αυτός που συλλέγει δημητριακά ή ζωοτροφές με επιδρομές.

Middle Liddell

σῑτο-λόγος, ὁ, λέγω
a collector of corn or provisions.