σιδηρόδετος: Difference between revisions

From LSJ

Σαυτὸν φύλαττε τοῖς τροποῖς ἐλεύθερον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Bewahre deine Freiheit dir durch deine Art

Menander, Monostichoi, 485
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />attaché avec des liens de fer.<br />'''Étymologie:''' [[σίδηρος]], [[δέω]].
|btext=ος, ον :<br />[[attaché avec des liens de fer]].<br />'''Étymologie:''' [[σίδηρος]], [[δέω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 14:40, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηρόδετος Medium diacritics: σιδηρόδετος Low diacritics: σιδηρόδετος Capitals: ΣΙΔΗΡΟΔΕΤΟΣ
Transliteration A: sidēródetos Transliteration B: sidērodetos Transliteration C: sidirodetos Beta Code: sidhro/detos

English (LSJ)

ον, iron-bound, πόρπακες B.Fr.3; ἐδέδετο ἐν ξύλῳ σ., of stocks, Hdt.9.37; μόχλοι J.BJ 6.5.3.

German (Pape)

[Seite 879] mit Eisen gebunden, gefesselt, mit Eisen beschlagen, angeschmiedet; ξύλον σιδηρόδετον, Her. 9, 37; πόρπαξ, Bacchylid. fr. 12; sp. D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
attaché avec des liens de fer.
Étymologie: σίδηρος, δέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιδηρόδετος -ον, Dor. σιδᾱρόδετος [σίδηρος, δέω] met ijzer vastgeklonken.

Russian (Dvoretsky)

σῐδηρόδετος: дор. σῐδᾱρόδετος 2 сбитый или обитый железом (ξύλον Her.; κνῆσμα Anth.).

Greek Monolingual

-η, -ο / σιδηρόδετος, -ον, ΝΜΑ
σιδερόδετος
μσν.
σιδηροδέσμιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -δετος (< δέω (II) «δένω»), πρβλ. χαλκό-δετος].

Greek Monotonic

σῐδηρόδετος: -ον, αυτός που είναι δεμένος με σίδηρο, σιδηροδέσμιος, αλυσοδεμένος· ἐν ξύλῳ σιδηροδέτῳ, δηλ. στα δεσμά, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηρόδετος: -ον, ὁ διὰ σιδήρου δεδεμένος, πόρπακες Βακχυλ. 13. 6· ἐδέδετο ἐν ξύλῳ σ., ἐπὶ ποδοκάκης, Ἡρόδ. 9. 37.
ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, σιδηροδέσμιος, ἐν δεσμοῖς ὤν, σ. ἔχειν τινὰ Ἄννα Κομν. 1. 401.

Middle Liddell

σῐδηρό-δετος, ον,
iron-bound, ἐν ξύλῳ σιδηροδέτῳ, i. e. in the stocks, Hdt.