τρισκατάρατος: Difference between revisions

From LSJ

Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten

Menander, Monostichoi, 95
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />trois fois digne d'être maudit.<br />'''Étymologie:''' [[τρίς]], [[κατάρατος]].
|btext=ος, ον :<br />[[trois fois digne d'être maudit]].<br />'''Étymologie:''' [[τρίς]], [[κατάρατος]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 14:58, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρισκατάρᾱτος Medium diacritics: τρισκατάρατος Low diacritics: τρισκατάρατος Capitals: ΤΡΙΣΚΑΤΑΡΑΤΟΣ
Transliteration A: triskatáratos Transliteration B: triskataratos Transliteration C: triskataratos Beta Code: triskata/ratos

English (LSJ)

[ᾰρ], ον, thrice-accursed, D.25.82, Men.71, Epit.540.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
trois fois digne d'être maudit.
Étymologie: τρίς, κατάρατος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρισ-κατάρατος -ον driewerf vervloekt.

German (Pape)

[ρᾱ], dreimal verwünscht, höchst verwünschenswert; Dem. 25.82; Luc. Alex. 2, öfter.

Russian (Dvoretsky)

τρισκᾰτάρᾱτος: (τᾰ) трижды проклятый, треклятый Dem., Men., Luc.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρισκατάρατος, -ον, ΝΜΑ, και τρικατάρατος Α
τρεις φορές καταραμένος, επικατάρατος
νεοελλ.-μσν.
το αρσ. ως ουσ. ο αντίχριστος, ο διάβολος
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο τρισκατάρατος
μτφ. άνθρωπος δόλιος, σατανικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρισ- / τρι- + κατάρατος «μισητός» (< καταρῶμαι), πρβλ. παγκατάρατος.

Greek Monotonic

τρισκᾰτάρᾱτος: -ον, τρεῖς φορές καταραμένος, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

τρισκᾰτάρᾱτος: -ον, ὡς καὶ νῦν, τρὶς κατηραμένος, Δημ. 794. 24· τρισκαταράτων πάντων Ἀρχέστρατος παρ’ Ἀθηναίῳ 311C, κλπ.

Middle Liddell

τρισ-κᾰτάρᾱτος, ον,
thrice-accursed, Dem.