σύγγνοια: Difference between revisions
οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι → this is the most credible of the stories told; but I must relate the less credible tale also, since they tell it
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />permission.<br />'''Étymologie:''' [[συγγιγνώσκω]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />[[permission]].<br />'''Étymologie:''' [[συγγιγνώσκω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 15:00, 8 January 2023
English (LSJ)
ἡ,= συγγνώμη, only in S.Ant.66.
German (Pape)
[Seite 962] ἡ, = συγγνώμη, Soph. ξύγγνοιαν ἴσχειν, Ant. 66.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
permission.
Étymologie: συγγιγνώσκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύγγνοια -ας, ἡ [συγγιγνώσκω] begrip, vergiffenis.
Russian (Dvoretsky)
σύγγνοια: ἡ снисхождение: αἰτεῖν τινα ξύγγνοιαν ἴσχειν Soph. просить кого-л. о прощении.
Greek (Liddell-Scott)
σύγγνοια: ἡ, = συγγνώμη 2, μόνον ἐν Σοφ. Ἀντ. 66.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(ποιητ. τ.) συγγνώμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -γνοια (< -γνοῶ < συνεσταλμένη βαθμίδα -γνο- του γιγνώσκω), πρβλ. ά-γνοια, αμφί-γνοια].
Greek Monotonic
σύγγνοια: ἡ, = συγγνώμη II. 2, σε Σοφ.
Middle Liddell
σύγγνοια, ἡ, = συγγνώμη II. 2, Soph.]