τραγομάσχαλος: Difference between revisions

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />dont les aisselles sentent le bouc.<br />'''Étymologie:''' [[τράγος]], [[μασχάλη]].
|btext=ος, ον :<br />[[dont les aisselles sentent le bouc]].<br />'''Étymologie:''' [[τράγος]], [[μασχάλη]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 15:05, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰγομάσχᾰλος Medium diacritics: τραγομάσχαλος Low diacritics: τραγομάσχαλος Capitals: ΤΡΑΓΟΜΑΣΧΑΛΟΣ
Transliteration A: tragomáschalos Transliteration B: tragomaschalos Transliteration C: tragomaschalos Beta Code: tragoma/sxalos

English (LSJ)

ον, with arm-pits smelling like a he-goat, Γοργόνες Ar.Pax811.

German (Pape)

[Seite 1133] unter den Achseln wie ein Bock riechend, Ar. Pax 782.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont les aisselles sentent le bouc.
Étymologie: τράγος, μασχάλη.

Russian (Dvoretsky)

τρᾰγομάσχᾰλος: с козлиным запахом под мышками (Γοργών Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰγομάσχᾰλος: -ον, οὗ αἱ μασχάλαι ὄζουσιν ὡς αἱ τοῦ τράγου, Γοργόνες ὀψοφάγοι, ..., τραγομάσχαλοι Ἀριστοφ. Εἰρ. 811.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός του οποίου οι μασχάλες αναδίδουν την ίδια δυσάρεστη οσμή που αναδίδει και ένας τράγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + -μάσχαλος (< μασχάλη), πρβλ. πολυ-μάσχαλος].

Greek Monotonic

τρᾰγομάσχᾰλος: -ον (μασχάλη), αυτός του οποίου οι μασχάλες μυρίζουν όπως του τράγου, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

τρᾰγο-μάσχᾰλος, ον, μασχάλη
with armpits smelling like a he-goat, Ar.