χερμάδιος: Difference between revisions

From LSJ

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source
(46)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />de la grosseur d’une pierre qu’on lance avec la main.<br />'''Étymologie:''' [[χερμάς]].
|btext=ος, ον :<br />[[de la grosseur d'une pierre qu'on lance avec la main]].<br />'''Étymologie:''' [[χερμάς]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ [[χερμάς]], -[[άδος]]]<br />αυτός που έχει το [[σχήμα]] και το [[μέγεθος]] χερμαδίου, πέτρας που ρίχνεται [[εναντίον]] του αντιπάλου (α. «μολυβδαίνας χερμαδίους», <b>Λουκιαν.</b><br />β. «[[χερμάδιος]] [[λίθος]]», Νείλ.).
|mltxt=-ον, ΜΑ [[χερμάς]], -[[άδος]]]<br />αυτός που έχει το [[σχήμα]] και το [[μέγεθος]] χερμαδίου, πέτρας που ρίχνεται [[εναντίον]] του αντιπάλου (α. «μολυβδαίνας χερμαδίους», <b>Λουκιαν.</b><br />β. «[[χερμάδιος]] [[λίθος]]», Νείλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''χερμάδιος:''' величиной с булыжник, т. е. удобный для метания рукой ([[μολύβδαινα]] Luc.).
}}
}}

Latest revision as of 15:05, 8 January 2023

German (Pape)

[Seite 1350] ον, von der Art, Gestalt od. Größe eines Kiesels, bes. um damit zu werfen, μολύβδαιναι χερμάδιοι, faustgroße Bleikugeln zum Werfen, Luc. Lexiph. 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de la grosseur d'une pierre qu'on lance avec la main.
Étymologie: χερμάς.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ χερμάς, -άδος]
αυτός που έχει το σχήμα και το μέγεθος χερμαδίου, πέτρας που ρίχνεται εναντίον του αντιπάλου (α. «μολυβδαίνας χερμαδίους», Λουκιαν.
β. «χερμάδιος λίθος», Νείλ.).

Russian (Dvoretsky)

χερμάδιος: величиной с булыжник, т. е. удобный для метания рукой (μολύβδαινα Luc.).