ἀνθεμώδης: Difference between revisions
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες:<br />fleuri.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνθεμον]], -ωδης. | |btext=ης, ες:<br />[[fleuri]].<br />'''Étymologie:''' [[ἄνθεμον]], -ωδης. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 15:30, 8 January 2023
English (LSJ)
ες, flowery, blooming, μελίλωτος Sapph.Supp.25.14; Νεῖλος B.18.39; ἔαρ A.Pr.455; τμῶλος E.Ba.462; λειμών Ar.Ra. 450.
Spanish (DGE)
-ες
florido μελίλωτος Sapph.96.14, Νεῖλος B.19.39, ἔαρ A.Pr.455, Τμῶλος E.Ba.462, λειμών Ar.Ra.450.
German (Pape)
[Seite 231] ες, blumenartig, blumig, ἦρ Aesch. Prom. 453; Eur. Bacch. 462; λειμῶνες Ar. Ran. 450 u. sonst bei Dichtern.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
fleuri.
Étymologie: ἄνθεμον, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθεμώδης: усеянный цветами, цветущий (ἦρ Aesch.; Τμῶλος Eur.; λειμών Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθεμώδης: -ες, (εἶδος) ὁ πλήρης ἀνθέων, ἀνθηρός, ἀνθεμώδους ἧρος Αἰσχύλ. Πρ. 455· τὸν ἀνθεμώδη Τμῶλον Εὐρ. Βάκχ. 462· λειμῶνας Ἀριστοφ. Βάτρ. 440.
Greek Monolingual
ἀνθεμώδης, -ες (Α)
ο γεμάτος λουλούδια, ανθηρός, λουλουδάτος.
Greek Monotonic
ἀνθεμώδης: -ες (εἶδος), ανθηρός, γεμάτος με λουλούδια, σε Αισχύλ., Ευρ.