ὑπόξηρος: Difference between revisions

From LSJ

οὑδείς ἐλεύθερος ἐαυτοῦ μή κρατῶν → no one is free if he cannot command himself

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />un peu sec.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ξηρός]].
|btext=ος, ον :<br />][[un peu sec]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ξηρός]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 16:54, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόξηρος Medium diacritics: ὑπόξηρος Low diacritics: υπόξηρος Capitals: ΥΠΟΞΗΡΟΣ
Transliteration A: hypóxēros Transliteration B: hypoxēros Transliteration C: ypoksiros Beta Code: u(po/chros

English (LSJ)

ον, A somewhat dry, πτύσματα, γλῶσσα, Id.Coac.363, Epid.7.22; ἐν τοῖς ὑ. in dry places, Plu.2.915e. 2 lean, slender, of parts that have not much flesh over them, Hp.Fract.4 vulg. (-ξυρα codd. opt.), v.l. for ὑπόξυροι in Id.Art.77.

German (Pape)

[Seite 1227] etwas trocken, dürre; Medic.; Plut.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
]un peu sec.
Étymologie: ὑπό, ξηρός.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόξηρος: суховатый: ἐν τοῖς ὑποξήροις φύεσθαι βέλτιον Plut. лучше произрастать в сравнительно сухих местах.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόξηρος: -ον, ὀλίγον τι ξηρός, πτύσμα, γλῶσσα Ἱππ. 176Α, 1216Α· ἐν τοῖς ὑπ., δηλ. τόποις, Πλούτ. 2. 915Ε. 2) ὀλίγον ἰσχνός, ξηρός πως, ἐπὶ τῶν μερῶν τοῦ σώματος τῶν μὴ κεκαλυμμένων διὰ πολλῶν σαρκῶν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 837, πρβλ. 759D.

Greek Monolingual

-ον, Α ξηρός
1. ο κάπως ξηρός·2. (για τόπο) αυτός που παρουσιάζει ξηρασία σε μικρό βαθμό
3. (για μέρη του σώματος) ο κάπως ισχνός.