ἐμποδισμός: Difference between revisions

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br")
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />][[action d'empêcher]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐμποδίζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[action d'empêcher]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐμποδίζω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 17:15, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμποδισμός Medium diacritics: ἐμποδισμός Low diacritics: εμποδισμός Capitals: ΕΜΠΟΔΙΣΜΟΣ
Transliteration A: empodismós Transliteration B: empodismos Transliteration C: empodismos Beta Code: e)mpodismo/s

English (LSJ)

ὁ, hindering, impeding, ταῖς βουλήσεσι Arist.Rh.1378b18; τῶν συμπερασμάτων Id.Top.161a15; ἡδονῶν Secund.Sent.10.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
impedimento, obstáculo, complicación, traba ἔστι ... ὁ ἐπηρεασμὸς ἐ. ταῖς βουλήσεσιν Arist.Rh.1378b18, αἱ ... πράξεις ... ἐμποδισμούς τινας ἔσχον las operaciones sufrieron algunas complicaciones Plb.5.26.1, χωρὶς ἐμποδισμοῦ sin ninguna traba I.AI 16.173, ὅπου ἡ σπουδή, ἐκεῖ καὶ ὁ ἐ. Arr.Epict.4.4.15, ἐμποδισμοὶ συμβήσονται τῷ φυγόντι Doroth.415.1, cf. Vett.Val.189.33, μηδένα τούτοις ἐμποδισμὸν τῆς ἡλικίας ποιούσης sin que para ellos la edad sea un impedimento Iust.Nou.119.2, cf. Eust.1316.53, c. gen. obj. ἐμποδισμοὶ τῶν συμπερασμάτων Arist.Top.161a15, cf. Mnesith.Ath.38.29, Speus.63e, PTeb.28.2 (II a.C.), Ariston.Il.14.376, Gal.19.413, Artem.3.35, ἡδονῶν ἐ. Secund.Sent.17, c. gen. subjet. διὰ οἰκοδομημάτων ἐμποδισμόν por impedirlo las construcciones Hero Dioptr.27.

German (Pape)

[Seite 815] ὁ, das Verhindern, Hinderniß; Arist. rhet. 2, 2; Pol. 5, 16, 6 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action d'empêcher.
Étymologie: ἐμποδίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐμποδισμός:препятствование, противодействие (τινος и τινι Arst., περί τι Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐμποδισμός: ὁ, ἐμπόδισμα, κώλυμα, Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 4, Τοπ. 8. 10, 6.

Greek Monolingual

και αμποδισμός, ο (Α ἐμποδισμός)
εμπόδιση, εμπόδιο
μσν.
1. (ως προσωποπ.) άγριος, σοβαρός άνθρωπος
2. συγκρατημένος («σαν ποταμός χειμωνικός, π' ἀμποδισμό δέν ἔχει», Ροδολίν.).