ἡδύγλωσσος: Difference between revisions
From LSJ
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br") |
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /> | |btext=ος, ον :<br />[[à la voix agréable]].<br />'''Étymologie:''' [[ἡδύς]], [[γλῶσσα]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 17:25, 8 January 2023
English (LSJ)
Dor. ἁδ-, ον, sweet-tongued, βοά Pi.O.13.100.
German (Pape)
[Seite 1153] βοὰ κάρυκος, angenehm tönend (Siegesverkündigung), Pind. Ol. 13, 96.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la voix agréable.
Étymologie: ἡδύς, γλῶσσα.
Russian (Dvoretsky)
ἡδύγλωσσος: только дор. ἁδύγλωσσος 2 (ᾱ) сладкозвучный, певучий (βοά Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ἡδύγλωσσος: -ον, ἡδεῖαν γλῶσσαν ἔχων, ἡδέως ὁμιλῶν, βοὰ κάρυκος Πίνδ. Ο. 13. 142· - ἡδυγλωσσία, ἡ, γλυκύτης γλώσσης, ὁμιλίας.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἡδύγλωσσος, δωρ. τ. ἁδύγλωσσος, -ον)
αυτός που μιλάει με γλυκό τρόπο, γλυκομίλητος, ευπροσήγορος («ἡδύγλωσος βοά», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. δίγλωσσος, πολύγλωσσος].
Greek Monotonic
ἡδύγλωσσος: -ον (γλῶσσα), αυτός που μιλάει γλυκά, σε Πίνδ.