ὀκταπλάσιος: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br")
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />][[huit fois aussi grand]].<br />'''Étymologie:''' [[ὀκτώ]], -πλάσιος.
|btext=α, ον :<br />[[huit fois aussi grand]].<br />'''Étymologie:''' [[ὀκτώ]], -πλάσιος.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 17:30, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκταπλάσιος Medium diacritics: ὀκταπλάσιος Low diacritics: οκταπλάσιος Capitals: ΟΚΤΑΠΛΑΣΙΟΣ
Transliteration A: oktaplásios Transliteration B: oktaplasios Transliteration C: oktaplasios Beta Code: o)ktapla/sios

English (LSJ)

[πλᾰ], α, ον, eightfold, Ar.Eq.70, Pl.Ti. 35c.

German (Pape)

[Seite 317] achtfach; Ar. Equ. 70; ὀκταπλασίαν μοῖραν, Plat. Tim. 35 c; Sp.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
huit fois aussi grand.
Étymologie: ὀκτώ, -πλάσιος.

Russian (Dvoretsky)

ὀκταπλάσιος: (λᾰ) в восемь раз больший, восьмикратный Plat., Arph., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὀκταπλάσιος: -α, -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ ὀκτάκις μεγαλείτερος ἢ περισσότερος, Λατ. octuplus, Ἀριστοφ. Ἱππ. 70, Πλάτ. Τίμ. 35C.

Greek Monolingual

και οχταπλάσιος, -α, -ο (Α ὀκταπλάσιος, -ία, -ον)
αυτός που είναι οκτώ φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος.
επίρρ...
οκταπλασίως και οκταπλάσια και οχταπλάσια (Α ὀκταπλασίως)
κατά οκτώ φορές περισσότερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -πλάσιος].

Greek Monotonic

ὀκτᾰπλάσιος: [ᾰ], -α, -ον, οκτώ φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος, Λατ. octuplus, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ὀκτᾰ-˘πλάσιος, η, ον
eightfold, Lat. octuplus, Ar.