ὑποχαροπός: Difference between revisions

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br")
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />][[légèrement azuré]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[χαροπός]].
|btext=ός, όν :<br />[[légèrement azuré]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[χαροπός]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 17:40, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποχᾰροπός Medium diacritics: ὑποχαροπός Low diacritics: υποχαροπός Capitals: ΥΠΟΧΑΡΟΠΟΣ
Transliteration A: hypocharopós Transliteration B: hypocharopos Transliteration C: ypocharopos Beta Code: u(poxaropo/s

English (LSJ)

όν, rather blue-eyed, X.Cyn.5.23 (v.l.), Dicaearch. Hist. 10, Ptol.Tetr.144; also ὑποχάροψ, PTeb.816i 14 (ii B. C.).

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
légèrement azuré.
Étymologie: ὑπό, χαροπός.

German (Pape)

ein wenig χαροπός, Xen. Cyn. 5.23.

Russian (Dvoretsky)

ὑποχᾰροπός: довольно светлый, сероватый или зеленоватый (ὄμματα Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποχᾰροπός: -όν, κἄπως χαροπός, Ξεν. Κυνηγ. 5. 23, Δικαίαρχ. παρὰ Κλήμ. Ἀλεξ. 20.

Greek Monolingual

-όν, και ὑποχάροπος, -ον, αρσ. και θηλ. και ὑποχάροψ, Α
ο λίγο γλαυκός, γαλανός («καὶ τὰ ὄμματα οἱ μὲν ὑποχαροποὶ οἱ δ' ὑπόγλαυκοι», Ξεν.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + χαροπός / χάροψ «γλαυκός»].
-ον, Α
βλ. ὑποχαροπός.

Greek Monotonic

ὑποχᾰροπός: -όν, κάπως σπιρτόζος, έξυπνος, σε Ξεν.

Middle Liddell

ὑπο-χᾰροπός, όν
somewhat bright-eyed, Xen.