εὐπερίσπαστος: Difference between revisions
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
m (pape replacement) |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />facile à tirer, à détourner.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[περισπάω]]. | |btext=ος, ον :<br />[[facile à tirer]], [[à détourner]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[περισπάω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 17:56, 8 January 2023
English (LSJ)
ον, easy to pull away, X.Cyn.2.7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à tirer, à détourner.
Étymologie: εὖ, περισπάω.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπερίσπαστος: -ον, εὐκόλως δυνάμενος νὰ συρθῇ, Ξεν. Κυν. 2, 7.
Greek Monolingual
εὐπερίσπαστος, -ον (Α)
αυτός που μπορεί εύκολα να συρθεί ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περί-σπαστος (< περι-σπώ), πρβλ. α-περί-σπαστος, πολυ-περί-σπαστος].
Greek Monotonic
εὐπερίσπαστος: -ον (περισπάω), αυτός που εύκολα μπορεί να αποσπαστεί και να συρθεί, σε Ξεν.
Middle Liddell
εὐ-περίσπαστος, ον περισπάω
easy to pull away, Xen.
Chinese
原文音譯:eÙper⋯statoj 由-胚里-士他拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:好-周圍-站的
字義溯源:容易纏繞的,容易纏累的,容易陷入網羅,纏累,圍繞;由(εὖ / εὖγε)=好)與(περί / περαιτέρω)=周圍)及(ἵστημι)*=站)組成;其中 (εὖ / εὖγε)出自(εὐρύχωρος)X*=善),而 (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 容易纏累的(1) 來12:1
German (Pape)
leicht herum-, wegzuziehen, Xen. Cyn. 2.7.