διάτροπος: Difference between revisions
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />changeant, mobile.<br />'''Étymologie:''' [[διατρέπω]]. | |btext=ος, ον :<br />[[changeant]], [[mobile]].<br />'''Étymologie:''' [[διατρέπω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 18:00, 8 January 2023
English (LSJ)
ον, various in dispositions, τρόποις E.IA559 codd.
Spanish (DGE)
-ον cambiante τρόποι E.IA 559 (cód.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
changeant, mobile.
Étymologie: διατρέπω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διάτροπος -ον [διατρέπω] wisselend.
German (Pape)
nach verschiedener Seite gewendet, verschieden, τρόποις Eur. I.A. 559.
Russian (Dvoretsky)
διάτροπος: разнообразный разнохарактерный (φύσεις βροτῶν Eur.).
Greek Monolingual
διάτροπος, -ον (Α) διατρέπω
αυτός που τρέπεται προς διάφορες κατευθύνσεις, ευμετάβλητος, ασταθής.
Greek Monotonic
διάτροπος: -ον, ποικίλος σε διαθέσεις, ευμετάβολος, ασταθής, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
διάτροπος: -ον, ποικίλος τὰς διαθέσεις, εὐμετάβλητος, ἀσταθής, τρόποις Εὐρ. Ι.Α. 560.
Middle Liddell
διά-τροπος, ον adj
various in dispositions, Eur.