δυσθυμία: Difference between revisions
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
m (Text replacement - "op." to "op.") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />découragement, affliction.<br />'''Étymologie:''' [[δύσθυμος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />[[découragement]], [[affliction]].<br />'''Étymologie:''' [[δύσθυμος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 18:10, 8 January 2023
English (LSJ)
ἡ, A despondency, despair, Hp.VM10, Pl.Lg.666b, etc.; πρὶν ἐλθεῖν ξυμμάχοις δυσθυμίαν E.Supp.696: pl., Id.Med.691, S.Fr.663, Arist.Pr.954b35, Ph.2.99. II ill-temper, Them.Or.13.172c.
Spanish (DGE)
(δυσθῡμία) -ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.VM 10, Mul.2.182
1 desánimo, desaliento, abatimiento χωρεῖ πρὶν ἐλθεῖν ξυμμάχοις δυσθυμίαν E.Supp.696, cf. Fr.822, Pl.Lg.666b, Chrysipp.Stoic.3.19.33, 3.26.4, Ammon.Diff.99, tb. en plu. τίκτουσι γάρ τοι καὶ νόσους δυσθυμίαι S.Fr.663, cf. E.Med.691, Ph.2.99, Lib.Or.11.152, Basil.M.31.373A, δ. καὶ δυσελπιστία Plb.1.71.2, παράτασις ... καὶ δ. Plb.15.25.7, ἀκρισία, ταραχή, δ. Plb.38.15.8, op. εὐθυμία Hom.Clem.13.5.3, Plu.2.473b, δ. καὶ κατήφεια D.H.10.59, λύπη καὶ δ. D.Chr.67.7, ἥ τε τῶν περὶ Κάμιλλον ἄγνοια παρεῖχε δυσθυμίαν Plu.Cam.28, ἰάσασθαι τὴν δυσθυμίαν Polyaen.2.3.12, λύπης ἁπάσης καὶ δυσθυμίας κουφίζει ... οἶνος el vino aligera de cualquier pena y desánimo Gal.4.777, cf. Gr.Nyss.V.Macr.389.15
•c. gen. subjet. ἡ τοῦ γήρως δ. el abatimiento que sienten los ancianos Thphr.Fr.120, c. gen. obj. δυσθυμίᾳ τοῦ ζῆν περιεχομένη agobiada ante el abatimiento por su vida en la enfermedad de un ser querido POxy.3555.37 (I/II d.C.)
•medic. decaimiento, distimia, incluso depresión en estados frec. asociados a la melancolía ἢν φόβος ἢ δ. πολὺν χρόνον διατελῇ, μελαγχολικὸν τὸ τοιοῦτον Hp.Aph.6.23, ἄση ... καὶ δ. Hp.Mul.2.182, cf. VM 10, Epid.3.1.6, tb. en plu., Hp.Epid.1.18, 3.1.11, δυσκολία καὶ δ. como enfermedades del alma, Pl.Ti.87a, cf. Gal.16.174, 19.416, ἄλογοι δυσθυμίαι Arist.Pr.954b35, δυσθυμίαι μελαγχολικαί Gal.8.179, por mordeduras de serpiente, Eutecnius Th.Par.16.13, 17.19.
2 mal carácter οἷα ἀπέλαυσας τοῦ θυμοῦ καὶ τῆς δυσθυμίας Them.Or.13.172c.
German (Pape)
[Seite 681] ἡ, Mißmuth, Traurigkeit, Soph. frg. 584; Eur. Suppl. 718; Plat. Tim. 87 a Legg. II, 566 b; Pol. 1, 31 u. Sp., wie Plut. Them. 9.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
découragement, affliction.
Étymologie: δύσθυμος.
Russian (Dvoretsky)
δυσθῡμία: ἡ уныние, подавленность, печаль Soph., Eur., Plat.; pl. Eur., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
δυσθῡμία: ἡ, ἀθυμία, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 12 κ. ἀλλ., Σοφ. Ἀποσπ. 584, Πλάτ., κτλ.· πρὶν ἐλθεῖν ξυμμάχοις δυσθυμίαν Εὐρ. Ἱκ. 696· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. Μηδ. 691, Ἀριστ. Προβλ. 30. 1, 26.
Greek Monolingual
η (Α δυσθυμία)
έλλειψη καλής ψυχικής κατάστασης, αδιαθεσία, κακοκεφιά
αρχ.
1. δυσφορία, δυσαρέσκεια
2. οργή.
Greek Monotonic
δυσθῡμία: ἡ, απελπισία, βαρυθυμία, αποθάρρυνση, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.
Middle Liddell
δυσθῡμία, ἡ,
despondency, despair, Eur., Plat., etc. [from δύσθυμος]