Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πόνημα: Difference between revisions

From LSJ

Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratioBetrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort

Menander, Monostichoi, 319
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+), ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2, $3$4 ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, .<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />travail pénible, œuvre difficile.<br />'''Étymologie:''' [[πονέω]].
|btext=ατος (τό) :<br />[[travail pénible]], [[œuvre difficile]].<br />'''Étymologie:''' [[πονέω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 18:35, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πόνημα Medium diacritics: πόνημα Low diacritics: πόνημα Capitals: ΠΟΝΗΜΑ
Transliteration A: pónēma Transliteration B: ponēma Transliteration C: ponima Beta Code: po/nhma

English (LSJ)

ατος, τό, that which is wrought, work, μελισσᾶν E.IT165 (anap.); a work, book, AP4.3.42 (pl., Agath.), 9.166 (Pall.).

German (Pape)

[Seite 680] τό, das Gearbeitete, Arbeit, Werk, μελισσᾶν, Eur. I. T. 165, u. sp. D., wie Pallad. 12 (VI, 166).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
travail pénible, œuvre difficile.
Étymologie: πονέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πόνημα -ατος, τό [πονέω] werk, werkstuk.

Russian (Dvoretsky)

πόνημα: ατος τό труд, плод трудов, произведение: π. μελισσᾶν Eur. труд пчел, т. е. мед; Ἰλιὰς τὸ π. μιᾶς χάριν ἐστὶ γυναικός Anth. «Илиада» есть произведение, (написанное) из-за одной единственной женщины (т. е. Елены).

Greek Monolingual

-ατος, το, ΝΜΑ πονώ
1. το αποτέλεσμα του πονώ, έργο το οποίο έχει παραχθεί με πολύ κόπο και μόχθο
2. (κυρίως για πνευματικό έργο) συγγραφικό έργο, βιβλίο
μσν.-αρχ.
μικρός ύμνος.

Greek Monotonic

πόνημα: -ατος, τό, έργο που εκτελείται, εργασία, σε Ευρ.· έργο, βιβλίο, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

πόνημα: τό, τὸ ἐκπονηθὲν ἔργον, ἡ ἐργασία, μελισσῶν Εὐρ. Ι. Τ. 165· ἔργον, βιβλίον, Ἀνθ. Π. 4. 3, 42., 9. 166.

Middle Liddell

πόνημα, ατος, τό, [from πονέω
that which is wrought out, work, Eur.: a work, book, Anth.