συγκαμπή: Difference between revisions
πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />pli, jointure.<br />'''Étymologie:''' [[συγκάμπτω]]. | |btext=ῆς (ἡ) :<br />[[pli]], [[jointure]].<br />'''Étymologie:''' [[συγκάμπτω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 18:45, 8 January 2023
English (LSJ)
ἡ, bight, joint, of the elbow joints, Hp.Nat.Hom.11 (pl.); αὐχὴν λαγαρὸς τὰ κατὰ τὴν σ. X.Eq.1.8; αἱ σ., of the fingers, Arist.HA513a3; αἱ τῶν ἄρθρων σ. Poll.2.234.
German (Pape)
[Seite 964] ἡ, Zusammenbiegung, Einbng; Xen. Equ. 1, 8; Poll. 2, 234; bei Arist. H. A. 3, 3 heißen so die Finger.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
pli, jointure.
Étymologie: συγκάμπτω.
Russian (Dvoretsky)
συγκαμπή: ἡ анат. сгиб, сочленение Xen., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαμπή: ἡ, σύγκαμψις, ἄρθρωσις, «κλείδωσις», ἁρμός, αὐχὴν λαγαρὸς κατὰ τὴν σ. Ξενοφ. Ἱππ. 1, 1· αἱ σ., ἐπὶ τῶν δακτύλων, Πόλυβος παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 3. 3, 4· αἱ τῶν ἄρθρων σ. Πολυδ. Β΄, 234.
Greek Monolingual
ἡ, Α συγκάμπτω
1. σύγκαμψις
2. άρθρωση, κλείδωση, αρμός («τὰς τῶν ἄρθρων συγκαμπάς», Πολυδ.).
Greek Monotonic
συγκαμπή: ἡ, θηλιά, άρθρωση, αρμός, κλείδωση, σε Ξεν.