φλεγματώδης: Difference between revisions
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες:<br />qui produit de l'inflammation, inflammatoire.<br />'''Étymologie:''' [[φλέγμα]], -ωδης. | |btext=ης, ες:<br />[[qui produit de l'inflammation]], [[inflammatoire]].<br />'''Étymologie:''' [[φλέγμα]], -ωδης. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 18:45, 8 January 2023
English (LSJ)
ες,
A full of phlegm, κεφαλαί Hp.Aër.3.
2 of food, nourishing, Id.Loc.Hom.41.
b inflammatory, Pl.R.406a.
3 of persons, phlegmatic, Hp.Epid.3.14, Arist.Pr.860b9.
II like phlegm, κάθαρσις Id.HA574b5, 578b19; τὸ αἷμα . . ῥέει φλεγματωδέστερον καὶ χολωδέστερον Hp. Nat.Hom.6.
2 apt to produce phlegm, ὕδατα Id.Aër7 (Sup.).
German (Pape)
[Seite 1291] ες, zsgz. statt φλεγματοειδής, Plat. Rep. III, 406 a.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
qui produit de l'inflammation, inflammatoire.
Étymologie: φλέγμα, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
φλεγμᾰτώδης:
1 причиняющий воспаление Plat.;
2 страдающий воспалением, катаральный Arst.;
3 похожий на флегму, слизистый (κάθαρσις Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
φλεγματώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ φλεγματοειδής, φλογώδης, Ἱππ. π. Ἀέρ. 281, κ. ἀλλ. ἐπὶ τροφῆς, ἀντίθετον τῷ ἰσχναινόμενος, ὁ αὐτ. 421. 9, Πλάτ. Πολ. 406Α. 2) ἐπὶ προσώπων, φλεγματικός, φλεγματικῆς διαθέσεως, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄ 1080, Ἀριστ. Προβλ. 1. 11. ΙΙ. ὅμοιος φλέγματι, κάθαρσις ὁ αὐτ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστορ. 6. 20, 5., 29. 3· ἀπομύσσεσθαι φλεγματωδέστατον Ἱππ. 227. 19. 2) ὁ δυνάμενος ἢ ἐπιτήδειος νὰ παράγῃ φλέγμα, ὕδατα ὁ αὐτ. π. Ἀέρ. 283.
Greek Monolingual
-ες / φλεγματώδης, -ῶδες, ΝΜΑ φλέγμα, -ατος]
1. (για προσ.) φλεγματικός
2. όμοιος με φλέγμα
αρχ.
1. φλογώδης, φλογισμένος, ερεθισμένος
2. αυτός που παχαίνει, που φουσκώνει
3. αυτός που έχει την ιδιότητα να παράγει φλέγματα.
Greek Monotonic
φλεγμᾰτώδης: -ες (εἶδος), φλεγματικός, σε Πλάτ.
Middle Liddell
φλεγμᾰτ-ώδης, ες εἶδος
inflammatory, Plat.