φλεγματώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῦντά σε → I was pleased to hear you praising my father

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
 
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />qui produit de l'inflammation, inflammatoire.<br />'''Étymologie:''' [[φλέγμα]], -ωδης.
|btext=ης, ες:<br />[[qui produit de l'inflammation]], [[inflammatoire]].<br />'''Étymologie:''' [[φλέγμα]], -ωδης.
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 18:45, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλεγμᾰτώδης Medium diacritics: φλεγματώδης Low diacritics: φλεγματώδης Capitals: ΦΛΕΓΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: phlegmatṓdēs Transliteration B: phlegmatōdēs Transliteration C: flegmatodis Beta Code: flegmatw/dhs

English (LSJ)

ες,
A full of phlegm, κεφαλαί Hp.Aër.3.
2 of food, nourishing, Id.Loc.Hom.41.
b inflammatory, Pl.R.406a.
3 of persons, phlegmatic, Hp.Epid.3.14, Arist.Pr.860b9.
II like phlegm, κάθαρσις Id.HA574b5, 578b19; τὸ αἷμα . . ῥέει φλεγματωδέστερον καὶ χολωδέστερον Hp. Nat.Hom.6.
2 apt to produce phlegm, ὕδατα Id.Aër7 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 1291] ες, zsgz. statt φλεγματοειδής, Plat. Rep. III, 406 a.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
qui produit de l'inflammation, inflammatoire.
Étymologie: φλέγμα, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

φλεγμᾰτώδης:
1 причиняющий воспаление Plat.;
2 страдающий воспалением, катаральный Arst.;
3 похожий на флегму, слизистый (κάθαρσις Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

φλεγματώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ φλεγματοειδής, φλογώδης, Ἱππ. π. Ἀέρ. 281, κ. ἀλλ. ἐπὶ τροφῆς, ἀντίθετον τῷ ἰσχναινόμενος, ὁ αὐτ. 421. 9, Πλάτ. Πολ. 406Α. 2) ἐπὶ προσώπων, φλεγματικός, φλεγματικῆς διαθέσεως, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄ 1080, Ἀριστ. Προβλ. 1. 11. ΙΙ. ὅμοιος φλέγματι, κάθαρσις ὁ αὐτ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστορ. 6. 20, 5., 29. 3· ἀπομύσσεσθαι φλεγματωδέστατον Ἱππ. 227. 19. 2) ὁ δυνάμενος ἢ ἐπιτήδειος νὰ παράγῃ φλέγμα, ὕδατα ὁ αὐτ. π. Ἀέρ. 283.

Greek Monolingual

-ες / φλεγματώδης, -ῶδες, ΝΜΑ φλέγμα, -ατος]
1. (για προσ.) φλεγματικός
2. όμοιος με φλέγμα
αρχ.
1. φλογώδης, φλογισμένος, ερεθισμένος
2. αυτός που παχαίνει, που φουσκώνει
3. αυτός που έχει την ιδιότητα να παράγει φλέγματα.

Greek Monotonic

φλεγμᾰτώδης: -ες (εἶδος), φλεγματικός, σε Πλάτ.

Middle Liddell

φλεγμᾰτ-ώδης, ες εἶδος
inflammatory, Plat.

English (Woodhouse)

causing inflammation

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)