σημειογράφος: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, .<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui écrit en signes convenus, sténographe.<br />'''Étymologie:''' [[σημεῖον]], [[γράφω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />[[qui écrit en signes convenus]], [[sténographe]].<br />'''Étymologie:''' [[σημεῖον]], [[γράφω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 18:50, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σημειογράφος Medium diacritics: σημειογράφος Low diacritics: σημειογράφος Capitals: ΣΗΜΕΙΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: sēmeiográphos Transliteration B: sēmeiographos Transliteration C: simeiografos Beta Code: shmeiogra/fos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, (σημεῖον 11.5) shorthand writer, Plu.Cat.Mi.23, Stud.Pont.3.3a (Amisus), CIG3902d (Eumenia), POxy.724.2 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 874] mit gewissen Zeichen, Chiffern schreiben, Geschwindschreiber sein, Plut. Cat. min. 23.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui écrit en signes convenus, sténographe.
Étymologie: σημεῖον, γράφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σημειογράφος -ου, ὁ [σημεῖον, γράφω] stenograaf. Plut. CMi 23.4.

Russian (Dvoretsky)

σημειογράφος: (ᾰ) ὁ записывающий скорописными знаками, стенограф Plut.

Greek (Liddell-Scott)

σημειογράφος: [ᾰ], -ον, ὁ γράφων μὲ σημεῖα, ταχυγράφος, στενογράφος, κρυπτογράφος, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 23, Συλλ. Ἐπιγρ. 3902d· - ἐντεῦθεν -γραφεῖον, τό, τὸ γραφεῖονἐργαστήριον τοῦ γράφοντος μὲ σημεῖα· καὶ -γραφικὴ τέχνη, Βυζ. - ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Θ΄, σ. 78-79.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
νεοελλ.
ναυτ. όργανο για τη μεταβίβαση σημάτων από πλοίο σε πλοίο βάσει του κώδικα της σήμανσης με βραχίονες
μσν.-αρχ.
αυτός που γράφει γρήγορα με σημεία, στενογράφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σημεῖον + -γράφος].

Greek Monotonic

σημειογράφος: [ᾰ], -ον, στενογράφος, ταχυγράφος, κρυπτογράφος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

σημειο-γρᾰ́φος, ον,
a shorthand writer, Plut.