ἡβητικός: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />d'adolescent, de jeune homme.<br />'''Étymologie:''' [[ἡβάω]].
|btext=ή, όν :<br />[[d'adolescent]], [[de jeune homme]].<br />'''Étymologie:''' [[ἡβάω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 19:20, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡβητικός Medium diacritics: ἡβητικός Low diacritics: ηβητικός Capitals: ΗΒΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hēbētikós Transliteration B: hēbētikos Transliteration C: ivitikos Beta Code: h(bhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, youthful, λόγοι X.HG5.3.20; ἡλικία Id.Lac. 4.7, Gal.17(2).791.

German (Pape)

[Seite 1149] zum Jüngling gehörig, jugendlich; λόγοι Xen. Hell. 5, 3, 20; Lac. 4, 7 ἡλικία.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
d'adolescent, de jeune homme.
Étymologie: ἡβάω.

Russian (Dvoretsky)

ἡβητικός: юношеский, отроческий (ἡλικία Xen.): ἡβητικοὶ λόγοι Xen. беседы о юношестве.

Greek (Liddell-Scott)

ἡβητικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς νεότητα, νεανικός, Λατ. juvenilis, λόγοι Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 20˙ ἡλικία ὁ αὐτ. Λακ. 4, 7.

Greek Monolingual

ἡβητικός, -ή, -όν (Α) ηβητής
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ήβη ή είναι κατάλληλος για την ήβη, ο νεανικός («ἡβητικοί λόγοι», Ξεν.).

Greek Monotonic

ἡβητικός: -ή, -όν, νεανικός, Λατ. juvenilis, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἡβητικός, ή, όν
youthful, Lat. juvenilis, Xen.