ἡμίπεπτος: Difference between revisions
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />à moitié cuit, à moitié mûr.<br />'''Étymologie:''' ἡμι-, [[πέπτω]]. | |btext=ος, ον :<br />[[à moitié cuit]], [[à moitié mûr]].<br />'''Étymologie:''' ἡμι-, [[πέπτω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 19:20, 8 January 2023
English (LSJ)
ον, half-ripened, Plu.Caes.69; half-digested, τροφή Gal.11.666, al.
German (Pape)
[Seite 1169] halb gekocht, halb reif, καρποί, Plut. Caes. extr.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à moitié cuit, à moitié mûr.
Étymologie: ἡμι-, πέπτω.
Russian (Dvoretsky)
ἡμίπεπτος: (ῐ) наполовину сваренный или полузрелый (καρποί Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίπεπτος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ ὑψημένος, Πλούτ. Καίσ. 69· κατὰ τὸ ἥμισυ ὥριμος, Γαλην. 6. 311., 8. 598.
Greek Monolingual
ἡμίπεπτος, -ον (Α)
1. κατά το ήμισυ ώριμος, μισογινωμένος
2. μισοχωνεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -πεπτος < πέσσω, πρβλ. άπεπτος, εύπεπτος].
Greek Monotonic
ἡμίπεπτος: -ον (πέσσω), μισομαγειρεμένος, μισοψημένος, σε Πλούτ.