λυσιτέλεια: Difference between revisions

From LSJ

ἔσῃ γὰρ ὡς πετεινοῦ ἀνιπταμένου νεοσσὸς ἀφῃρημένος → for you will be as a nestling taken away from a bird that is flying

Source
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3, $4.<br")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />avantage, gain, profit.<br />'''Étymologie:''' [[λυσιτελής]].
|btext=ας (ἡ) :<br />[[avantage]], [[gain]], [[profit]].<br />'''Étymologie:''' [[λυσιτελής]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 19:34, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡσῐτέλεια Medium diacritics: λυσιτέλεια Low diacritics: λυσιτέλεια Capitals: ΛΥΣΙΤΕΛΕΙΑ
Transliteration A: lysitéleia Transliteration B: lysiteleia Transliteration C: lysiteleia Beta Code: lusite/leia

English (LSJ)

ἡ, advantage, profit, Thphr. ap. D.L.5.54, D.S.1.36, LXX 2 Ma.2.27, J.AJ16.9.1; λυσιτέλεια περὶ τὸν χρόνον economy in respect of time, i.e. by postponement of payments until they fell due, Plb.31.27.11; διὰ λυσιτέλειαν for the sake of economy, Dsc.5.8.—Rejected by the Atticists, Poll.5.136, Moer.p.248 P., Phot.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
avantage, gain, profit.
Étymologie: λυσιτελής.

German (Pape)

[ῡ], ἡ, Nutzbarkeit, Nutzen, Ertrag, von den Attizisten neben ὠφέλεια verworfen, Theophr. bei DL. 5.54; Pol. 32.13.11; DS. 1.36; vgl. Lobeck zu Phryn. 353.

Russian (Dvoretsky)

λῡσῐτέλεια:польза, выгода Diod., Diog. L.: λ. περὶ τὸν χρόνον Polyb. выигрыш во времени.

Greek (Liddell-Scott)

λῡσιτέλεια: ἡ, κέρδος, ὠφέλεια, Θεόφρ. παρὰ Διογ. Λ. 5. 54, Διόδ. 1. 36· λ. περὶ τὸν χρόνον, οἰκονομία χρόνου κατὰ τὰς πληρωμάς, Πολύβ. 32. 13, 11. ― Λέξις ἀποδοκιμαζομένη ὑπὸ τῶν Ἀττικιζόντων, Φρύνιχ.

Greek Monolingual

η (Α λυσιτέλεια) λυσιτελής
κέρδος, όφελος («καὶ ζητοῦντι τὴν ἑτέρων λυσιτέλειαν», ΠΔ)
αρχ.
φρ. α) «λυσιτέλεια περὶ τὸν χρόνον» — αναβολή πληρωμών ωσότου καταστούν υποχρεωτικές
β) «διὰ λυσιτέλειαν» — για οικονομία.