συνενδίδωμι: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, $2, $3, $4.<br")
m (Text replacement - "τινι" to "τινι")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=[[s'abandonner]], [[se laisser aller à]], [[céder complètement à]], [[τινι]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐνδίδωμι]].
|btext=[[s'abandonner]], [[se laisser aller à]], [[céder complètement à]], τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐνδίδωμι]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 19:45, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνενδίδωμι Medium diacritics: συνενδίδωμι Low diacritics: συνενδίδωμι Capitals: ΣΥΝΕΝΔΙΔΩΜΙ
Transliteration A: synendídōmi Transliteration B: synendidōmi Transliteration C: synendidomi Beta Code: sunendi/dwmi

English (LSJ)

give way also, Str.1.3.5, Plu.Caes.31; give way, D.S.17.43; ἐπιθυμίαις Plu.Per.15.

German (Pape)

[Seite 1014] (s. δίδωμι), mit nachgeben; Diod. Sic. 17, 43; Plut. Pericl. 15.

French (Bailly abrégé)

s'abandonner, se laisser aller à, céder complètement à, τινι.
Étymologie: σύν, ἐνδίδωμι.

Russian (Dvoretsky)

συνενδίδωμι: идти на уступки, уступать, поддаваться (τινί Plut., Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

συνενδίδωμι: ἐνδίδω ἢ ὑποχωρῶ ὁμοῦ, τοὺς δ’ ἐκ τῶν πετροβόλων φερομένους λίθους δεχόμενοι μαλακαῖς τισι καὶ συνενδιδούσαις κατασκευαῖς ἐπράϋνον Διόδ. 17. 43, Στράβ. 51, Πλουτ. Καῖσ. 31· ὑπείκειν καὶ συνδιδόναι ταῖς ἐπιθυμίαις ὁ αὐτ. ἐν Περικλ. 15.

Greek Monolingual

Α
1. ενδίδω, υποχωρώ μαζί («ἔπειθε τοὺς... φίλους συνενδιδόντας... ποιεῖσθαι τὰς διαλύσεις», Πλούτ.)
2. (για μαλακό πράγμα) βουλιάζω
3. υποτάσσομαι σε κάτι («συνενδιδόναι ταῖς ἐπιθυμίαις», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐνδίδωμι «υποχωρώ»].

Greek Monotonic

συνενδίδωμι: μέλ. -δώσω, ενδίδω, υποχωρώ από κοινού, σε Πλάτ.

Middle Liddell

fut. -δώσω
to give in together, Plut.