εὐστροφάλιγξ: Difference between revisions

From LSJ

Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ιγγος (ὁ, ἡ)<br />bien enroulé.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[στροφάλιγξ]].
|btext=ιγγος (ὁ, ἡ)<br />[[bien enroulé]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[στροφάλιγξ]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:40, 9 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐστροφάλιγξ Medium diacritics: εὐστροφάλιγξ Low diacritics: ευστροφάλιγξ Capitals: ΕΥΣΤΡΟΦΑΛΙΓΞ
Transliteration A: eustrophálinx Transliteration B: eustrophalinx Transliteration C: efstrofaligks Beta Code: eu)strofa/ligc

English (LSJ)

[ᾰ], ιγγος, ὁ, ἡ, curly, of hair, AP6.219.18 (Antip.).

French (Bailly abrégé)

ιγγος (ὁ, ἡ)
bien enroulé.
Étymologie: εὖ, στροφάλιγξ.

German (Pape)

ιγγος, schön gekräuselt, κόμη Antip.Sid. 26 (VI.219).

Russian (Dvoretsky)

εὐστροφάλιγξ: ιγγος adj. красиво закрученный, вьющийся (κόμη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐστροφάλιγξ: ᾰ, ὁ, ἡ, ἐπὶ κόμης, ἡ καλοὺς βοστρύχους ἔχουσα, ἐδίνησεν δ’ εὐστροφάλιγγα κόμαν Ἀνθ. Π. 6. 219, 18.

Greek Monolingual

εὐστροφάλιγξ, -ιγγος, ὁ, ἡ (Α)
με ωραίους βοστρύχους, σγουρός («ἐδίνησεν δ' εὐστροφάλιγγα κόμην»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στροφάλιγξ «καμπυλότητα»].

Greek Monotonic

εὐστροφάλιγξ: [ᾰ], ὁ, ἡ, σγουρομάλλης, κατσαρός, λέγεται για μαλλιά, σε Ανθ.

Middle Liddell

curly, of hair, Anth.