λευκόχρως: Difference between revisions
Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ωτος (ὁ, ἡ)<br />qui a la peau blanche.<br />'''Étymologie:''' [[λευκός]], [[χρώς]]. | |btext=ωτος (ὁ, ἡ)<br />[[qui a la peau blanche]].<br />'''Étymologie:''' [[λευκός]], [[χρώς]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 10:50, 9 January 2023
English (LSJ)
ωτος, ὁ, ἡ, white-skinned, colourless, Eub.35, Alex.98.18, Theoc.Ep.2.1, Arist.Phgn.808b4.
German (Pape)
[Seite 35] ωτος, mit weißer, zarter Haut, Eub. u. Alexis bei Ath. VII, 300 b XIII, 568 c; Δάφνις ὁ λευκ. Theocr. epigr. 2, 1; Sp.
French (Bailly abrégé)
ωτος (ὁ, ἡ)
qui a la peau blanche.
Étymologie: λευκός, χρώς.
Russian (Dvoretsky)
λευκόχρως: ωτος adj. с белой кожей Arst., Theocr.
Greek (Liddell-Scott)
λευκόχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων λευκὴν ἐπιδερμίδα, ἄχρους, Εὔβουλ. ἐν «Ἠχοῖ» 1, Ἄλεξ. ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 18, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 2. 1.
Greek Monolingual
λευκόχρως, -ωτος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει λευκή επιδερμίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + χρώς «επιδερμίδα»].
Greek Monotonic
λευκόχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει λευκή επιδερμίδα, τρυφερός, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
λευκό-χρως, ωτος,
white-skinned, Theocr.