καταβάδην: Difference between revisions
πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced
m (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adv.</i><br />en descendant.<br />'''Étymologie:''' [[καταβαίνω]]. | |btext=<i>adv.</i><br />[[en descendant]].<br />'''Étymologie:''' [[καταβαίνω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 10:50, 9 January 2023
English (LSJ)
[βᾰ], Adv. with one's feet down (coined as opp. to ἀναβάδην, q.v.), Ar.Ach.411.
German (Pape)
[Seite 1338] herabsteigend, abwärts, Gegensatz von ἀναβάδην, wie Ar. Ach. 385 ἀναβάδην ποιεῖς ἐξὸν καταβάδην.
French (Bailly abrégé)
adv.
en descendant.
Étymologie: καταβαίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-βάδην [καταβαίνω] adv., met de voeten op de grond.
Russian (Dvoretsky)
καταβάδην: (βᾰ) adv. спускаясь вниз: ἀναβάδην ποιεῖς ἐξὸν κ. Arph. ты сочиняешь, карабкаясь наверх, тогда как можно (делать это) внизу (ирон. о творчестве Эврипида).
Greek (Liddell-Scott)
καταβάδην: βᾰ, Ἐπιρρ., ὡς καταβαίνων, ἔχων τὸν πόδα κάτω, ἀναβάδην ποιεῖς ἐξὸν καταβάδην, κάμνεις τὰ ποιήματά σου ἔχων τὸν ἕνα πόδα ἐπὶ τοῦ ἄλλου ἐνῷ ἠδύνασο νὰ κάμνῃς αὐτὰ ἔχων αὐτὸν κάτω, Ἀριστοφ. Ἀχ. 411, ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν Ἱππ. π. Ἀέρ. τ. 2. σ. 331, πρβλ. ἀναβάδην.
Greek Monolingual
καταβάδην (Α)
επίρρ. κατεβαίνοντας, σαν να κατεβαίνεις, με τα πόδια προς τα κάτω, σε θέση ανθρώπου που κάθεται («ἀναβάδην ποιεῖς ἐξὸν καταβάδην;» — γράφεις τους στίχους σου αναποδογυρισμένος, με τα πόδια προς τα πάνω, ενώ είναι δυνατόν να τους γράφεις καθιστός, με τα πόδια προς τα κάτω; Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + βάδην].
Greek Monotonic
καταβάδην: [βᾰ], επίρρ., κατηφορικά ή προς τα κάτω· πρβλ. ἀναβάδην.