ὠκύπους: Difference between revisions

From LSJ

εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain

Source
(6)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=ὠκῠπους
|Full diacritics=ὠκῠ́πους
|Medium diacritics=ὠκύπους
|Medium diacritics=ὠκύπους
|Low diacritics=ωκύπους
|Low diacritics=ωκύπους
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=okypous
|Transliteration C=okypous
|Beta Code=w)ku/pous
|Beta Code=w)ku/pous
|Definition=ὁ, ἡ, πουν, τό: acc. masc. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> ὠκύπουν <span class="bibl">E.<span class="title">Hel.</span>243</span> (lyr.): Ep. dat. pl. -πόδεσσι <span class="bibl">Il.2.383</span>, etc.: [[swift-footed]], [[fleet of foot]], in Hom. always epith. of horses, Il. l. c., al., and so in <span class="bibl">Pi.<span class="title">Parth.</span>2.44</span>; of the hare, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span>302</span>; ἔλαφοι <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>1093</span> (lyr.); ἱππικῶν . . ὠκύπους ἀγών <span class="bibl">Id.<span class="title">El.</span>699</span>; κύνες <span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span>1129</span> (lyr.); of Hermes, Id.<span class="title">Hel.</span> l.c.</span>
|Definition=ὁ, ἡ, [[ὠκύπουν]], τό: acc. masc. [[ὠκύπουν]] E.Hel.243 (lyr.): Ep. dat. pl. ὠκυπόδεσσι Il.2.383, etc.: [[swift-footed]], [[swift of foot]], [[swift-running]], [[fleet-footed]], [[fleet of foot]], [[light-legged]], in Hom. always [[epithet]] of [[horse]]s, Il. l. c., al., and so in Pi.Parth.2.44; of the [[hare]], Hes.Sc.302; ἔλαφοι S.OC1093 (lyr.); ἱππικῶν . . ὠκύπους ἀγών Id.El.699; κύνες E.Hipp.1129 (lyr.); of [[Hermes]], Id.Hel. [[l.c.]]
}}
{{bailly
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> ὠκύποδος<br />[[aux pieds agiles]].<br />'''Étymologie:''' [[ὠκύς]], [[πούς]].
}}
{{pape
|ptext=πουν, gen. ποδος, <i>[[schnellfüßig]]</i>; bei Hom. [[stets]] Beiw. der [[Pferde]], wie Arist. <i>ep</i>. 3 (IX.73); des [[Hasen]] Hes. <i>Sc</i>. 302; ἔλαφοι Soph. <i>O.C</i>. 1095; auch ἱππικῶν ἦν [[ὠκύπους]] [[ἀγών]], <i>El</i>. 689; κύνες Eur. <i>Hipp</i>. 1128.
}}
{{elru
|elrutext='''ὠκύπους:''' 2, gen. ποδος быстроногий, быстрый (ἵπποι Hom., Plut., Anth.; [[λαγώς]] Hes.; ἔλαφοι, ἱππικῶν [[ἀγών]] Soph.; κύνες, Μαιάδος [[γόνος]] = [[Ἑρμῆς]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὠκύπους''': ὁ, ἢ, ὠκύπουν, τό· αἰτ. ἀρσ. ὠκύπουν Εὐρ. Ἑλ. 243· Ἐπικ. δοτικ. πληθ. -πόδεσσι Ἰλ. Β. 383, κλπ.· ― ὁ τοὺς πόδας [[ταχύς]], [[ταχύπους]], ὡς τὸ πόδας ὠκύς, παρ’ Ὁμήρ. ἀείποτε ἐπίθετον τῶν ἵππων· τῶν λαγῶν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 302· ἔλαφοι Σοφ. Ο. Κ. 1094· ἱππικῶν.. [[ὠκύπους]] ἀγὼν ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 699· κύνες Εὐρ. Ἱππ. 1128· τοῦ Ἑρμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 243.
|lstext='''ὠκύπους''': ὁ, ἢ, ὠκύπουν, τό· αἰτ. ἀρσ. ὠκύπουν Εὐρ. Ἑλ. 243· Ἐπικ. δοτικ. πληθ. -πόδεσσι Ἰλ. Β. 383, κλπ.· ― ὁ τοὺς πόδας [[ταχύς]], [[ταχύπους]], ὡς τὸ πόδας ὠκύς, παρ’ Ὁμήρ. ἀείποτε ἐπίθετον τῶν ἵππων· τῶν λαγῶν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 302· ἔλαφοι Σοφ. Ο. Κ. 1094· ἱππικῶν.. [[ὠκύπους]] ἀγὼν ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 699· κύνες Εὐρ. Ἱππ. 1128· τοῦ Ἑρμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 243.
}}
{{bailly
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> ὠκύποδος<br />aux pieds agiles.<br />'''Étymologie:''' [[ὠκύς]], [[πούς]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ὠκῠπους</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[swift-footed]] ἵππων τ' ὠκυπόδων Παρθ. 2. 44.
|sltr=<b>ὠκῠπους</b> [[swift-footed]] ἵππων τ' ὠκυπόδων Παρθ. 2. 44.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ουν / [[ὠκύπους]], -ουν, ΝΜΑ, και [[ὠκύπος]], -ον, Α<br />(στη νεοελλ. ως [[λόγιος]] τ.) ο γρήγορος στα πόδια, [[γοργοπόδαρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ωκύπους]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] δεκάποδων καρκινοειδών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠκύς]] «[[ταχύς]]» <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ταχύπους]]). Ως επιστημον. όρος της νεοελλ. η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>[[πρβλ]].</b> νεολατ. <i>ocypode</i>].
|mltxt=-ουν / [[ὠκύπους]], -ουν, ΝΜΑ, και [[ὠκύπος]], -ον, Α<br />(στη νεοελλ. ως [[λόγιος]] τ.) ο γρήγορος στα πόδια, [[γοργοπόδαρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ωκύπους]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] δεκάποδων καρκινοειδών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠκύς]] «[[ταχύς]]» <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> ([[πρβλ]]. [[ταχύπους]]). Ως επιστημον. όρος της νεοελλ. η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, [[πρβλ]]. νεολατ. <i>ocypode</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὠκύπους:''' ὁ, ἡ ή -πουν, τό, αιτ. αρσ. <i>ὠκύπουν</i>, Επικ. δοτ. πληθ. [[ὠκυπόδεσσι]] κ.λπ.· [[γοργοπόδαρος]], επίθ. που λέγεται για τα άλογα, σε Όμηρ.· ἱππικῶν [[ὠκύπους]] [[ἀγών]], σε Σοφ.· <i>κύνες</i>, σε Ευρ. κ.λπ.
|lsmtext='''ὠκύπους:''' ὁ, ἡ ή -πουν, τό, αιτ. αρσ. <i>ὠκύπουν</i>, Επικ. δοτ. πληθ. [[ὠκυπόδεσσι]] κ.λπ.· [[γοργοπόδαρος]], επίθ. που λέγεται για τα άλογα, σε Όμηρ.· ἱππικῶν [[ὠκύπους]] [[ἀγών]], σε Σοφ.· <i>κύνες</i>, σε Ευρ. κ.λπ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὠκύ-πους,<br />[[swift]]-footed, of horses, Hom.; ἱππικῶν [[ὠκύπους]] [[ἀγών]] Soph.; κύνες Eur., etc.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[quick]], [[swift]]
}}
}}

Latest revision as of 11:35, 9 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠκῠ́πους Medium diacritics: ὠκύπους Low diacritics: ωκύπους Capitals: ΩΚΥΠΟΥΣ
Transliteration A: ōkýpous Transliteration B: ōkypous Transliteration C: okypous Beta Code: w)ku/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, ὠκύπουν, τό: acc. masc. ὠκύπουν E.Hel.243 (lyr.): Ep. dat. pl. ὠκυπόδεσσι Il.2.383, etc.: swift-footed, swift of foot, swift-running, fleet-footed, fleet of foot, light-legged, in Hom. always epithet of horses, Il. l. c., al., and so in Pi.Parth.2.44; of the hare, Hes.Sc.302; ἔλαφοι S.OC1093 (lyr.); ἱππικῶν . . ὠκύπους ἀγών Id.El.699; κύνες E.Hipp.1129 (lyr.); of Hermes, Id.Hel. l.c.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. ὠκύποδος
aux pieds agiles.
Étymologie: ὠκύς, πούς.

German (Pape)

πουν, gen. ποδος, schnellfüßig; bei Hom. stets Beiw. der Pferde, wie Arist. ep. 3 (IX.73); des Hasen Hes. Sc. 302; ἔλαφοι Soph. O.C. 1095; auch ἱππικῶν ἦν ὠκύπους ἀγών, El. 689; κύνες Eur. Hipp. 1128.

Russian (Dvoretsky)

ὠκύπους: 2, gen. ποδος быстроногий, быстрый (ἵπποι Hom., Plut., Anth.; λαγώς Hes.; ἔλαφοι, ἱππικῶν ἀγών Soph.; κύνες, Μαιάδος γόνος = Ἑρμῆς Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ὠκύπους: ὁ, ἢ, ὠκύπουν, τό· αἰτ. ἀρσ. ὠκύπουν Εὐρ. Ἑλ. 243· Ἐπικ. δοτικ. πληθ. -πόδεσσι Ἰλ. Β. 383, κλπ.· ― ὁ τοὺς πόδας ταχύς, ταχύπους, ὡς τὸ πόδας ὠκύς, παρ’ Ὁμήρ. ἀείποτε ἐπίθετον τῶν ἵππων· τῶν λαγῶν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 302· ἔλαφοι Σοφ. Ο. Κ. 1094· ἱππικῶν.. ὠκύπους ἀγὼν ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 699· κύνες Εὐρ. Ἱππ. 1128· τοῦ Ἑρμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 243.

English (Slater)

ὠκῠπους swift-footed ἵππων τ' ὠκυπόδων Παρθ. 2. 44.

Greek Monolingual

-ουν / ὠκύπους, -ουν, ΝΜΑ, και ὠκύπος, -ον, Α
(στη νεοελλ. ως λόγιος τ.) ο γρήγορος στα πόδια, γοργοπόδαρος
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο ωκύπους
ζωολ. γένος δεκάποδων καρκινοειδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + πούς, ποδός (πρβλ. ταχύπους). Ως επιστημον. όρος της νεοελλ. η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. ocypode].

Greek Monotonic

ὠκύπους: ὁ, ἡ ή -πουν, τό, αιτ. αρσ. ὠκύπουν, Επικ. δοτ. πληθ. ὠκυπόδεσσι κ.λπ.· γοργοπόδαρος, επίθ. που λέγεται για τα άλογα, σε Όμηρ.· ἱππικῶν ὠκύπους ἀγών, σε Σοφ.· κύνες, σε Ευρ. κ.λπ.

Middle Liddell

ὠκύ-πους,
swift-footed, of horses, Hom.; ἱππικῶν ὠκύπους ἀγών Soph.; κύνες Eur., etc.

English (Woodhouse)

quick, swift

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)