ὠκύπους: Difference between revisions
γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
m (Text replacement - " l.c." to " l.c.") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=w)ku/pous | |Beta Code=w)ku/pous | ||
|Definition=ὁ, ἡ, [[ὠκύπουν]], τό: acc. masc. [[ὠκύπουν]] E.Hel.243 (lyr.): Ep. dat. pl. ὠκυπόδεσσι Il.2.383, etc.: [[swift-footed]], [[swift of foot]], [[swift-running]], [[fleet-footed]], [[fleet of foot]], [[light-legged]], in Hom. always [[epithet]] of [[horse]]s, Il. l. c., al., and so in Pi.Parth.2.44; of the [[hare]], Hes.Sc.302; ἔλαφοι S.OC1093 (lyr.); ἱππικῶν . . ὠκύπους ἀγών Id.El.699; κύνες E.Hipp.1129 (lyr.); of [[Hermes]], Id.Hel. [[l.c.]] | |Definition=ὁ, ἡ, [[ὠκύπουν]], τό: acc. masc. [[ὠκύπουν]] E.Hel.243 (lyr.): Ep. dat. pl. ὠκυπόδεσσι Il.2.383, etc.: [[swift-footed]], [[swift of foot]], [[swift-running]], [[fleet-footed]], [[fleet of foot]], [[light-legged]], in Hom. always [[epithet]] of [[horse]]s, Il. l. c., al., and so in Pi.Parth.2.44; of the [[hare]], Hes.Sc.302; ἔλαφοι S.OC1093 (lyr.); ἱππικῶν . . ὠκύπους ἀγών Id.El.699; κύνες E.Hipp.1129 (lyr.); of [[Hermes]], Id.Hel. [[l.c.]] | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> ὠκύποδος<br />[[aux pieds agiles]].<br />'''Étymologie:''' [[ὠκύς]], [[πούς]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=πουν, gen. ποδος, <i>[[schnellfüßig]]</i>; bei Hom. [[stets]] Beiw. der [[Pferde]], wie Arist. <i>ep</i>. 3 (IX.73); des [[Hasen]] Hes. <i>Sc</i>. 302; ἔλαφοι Soph. <i>O.C</i>. 1095; auch ἱππικῶν ἦν [[ὠκύπους]] [[ἀγών]], <i>El</i>. 689; κύνες Eur. <i>Hipp</i>. 1128. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὠκύπους:''' 2, gen. ποδος быстроногий, быстрый (ἵπποι Hom., Plut., Anth.; [[λαγώς]] Hes.; ἔλαφοι, ἱππικῶν [[ἀγών]] Soph.; κύνες, Μαιάδος [[γόνος]] = [[Ἑρμῆς]] Eur.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὠκύπους''': ὁ, ἢ, ὠκύπουν, τό· αἰτ. ἀρσ. ὠκύπουν Εὐρ. Ἑλ. 243· Ἐπικ. δοτικ. πληθ. -πόδεσσι Ἰλ. Β. 383, κλπ.· ― ὁ τοὺς πόδας [[ταχύς]], [[ταχύπους]], ὡς τὸ πόδας ὠκύς, παρ’ Ὁμήρ. ἀείποτε ἐπίθετον τῶν ἵππων· τῶν λαγῶν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 302· ἔλαφοι Σοφ. Ο. Κ. 1094· ἱππικῶν.. [[ὠκύπους]] ἀγὼν ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 699· κύνες Εὐρ. Ἱππ. 1128· τοῦ Ἑρμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 243. | |lstext='''ὠκύπους''': ὁ, ἢ, ὠκύπουν, τό· αἰτ. ἀρσ. ὠκύπουν Εὐρ. Ἑλ. 243· Ἐπικ. δοτικ. πληθ. -πόδεσσι Ἰλ. Β. 383, κλπ.· ― ὁ τοὺς πόδας [[ταχύς]], [[ταχύπους]], ὡς τὸ πόδας ὠκύς, παρ’ Ὁμήρ. ἀείποτε ἐπίθετον τῶν ἵππων· τῶν λαγῶν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 302· ἔλαφοι Σοφ. Ο. Κ. 1094· ἱππικῶν.. [[ὠκύπους]] ἀγὼν ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 699· κύνες Εὐρ. Ἱππ. 1128· τοῦ Ἑρμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 243. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>ὠκῠπους | |sltr=<b>ὠκῠπους</b> [[swift-footed]] ἵππων τ' ὠκυπόδων Παρθ. 2. 44. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὠκύπους:''' ὁ, ἡ ή -πουν, τό, αιτ. αρσ. <i>ὠκύπουν</i>, Επικ. δοτ. πληθ. [[ὠκυπόδεσσι]] κ.λπ.· [[γοργοπόδαρος]], επίθ. που λέγεται για τα άλογα, σε Όμηρ.· ἱππικῶν [[ὠκύπους]] [[ἀγών]], σε Σοφ.· <i>κύνες</i>, σε Ευρ. κ.λπ. | |lsmtext='''ὠκύπους:''' ὁ, ἡ ή -πουν, τό, αιτ. αρσ. <i>ὠκύπουν</i>, Επικ. δοτ. πληθ. [[ὠκυπόδεσσι]] κ.λπ.· [[γοργοπόδαρος]], επίθ. που λέγεται για τα άλογα, σε Όμηρ.· ἱππικῶν [[ὠκύπους]] [[ἀγών]], σε Σοφ.· <i>κύνες</i>, σε Ευρ. κ.λπ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Latest revision as of 11:35, 9 January 2023
English (LSJ)
ὁ, ἡ, ὠκύπουν, τό: acc. masc. ὠκύπουν E.Hel.243 (lyr.): Ep. dat. pl. ὠκυπόδεσσι Il.2.383, etc.: swift-footed, swift of foot, swift-running, fleet-footed, fleet of foot, light-legged, in Hom. always epithet of horses, Il. l. c., al., and so in Pi.Parth.2.44; of the hare, Hes.Sc.302; ἔλαφοι S.OC1093 (lyr.); ἱππικῶν . . ὠκύπους ἀγών Id.El.699; κύνες E.Hipp.1129 (lyr.); of Hermes, Id.Hel. l.c.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν ; gén. ὠκύποδος
aux pieds agiles.
Étymologie: ὠκύς, πούς.
German (Pape)
πουν, gen. ποδος, schnellfüßig; bei Hom. stets Beiw. der Pferde, wie Arist. ep. 3 (IX.73); des Hasen Hes. Sc. 302; ἔλαφοι Soph. O.C. 1095; auch ἱππικῶν ἦν ὠκύπους ἀγών, El. 689; κύνες Eur. Hipp. 1128.
Russian (Dvoretsky)
ὠκύπους: 2, gen. ποδος быстроногий, быстрый (ἵπποι Hom., Plut., Anth.; λαγώς Hes.; ἔλαφοι, ἱππικῶν ἀγών Soph.; κύνες, Μαιάδος γόνος = Ἑρμῆς Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ὠκύπους: ὁ, ἢ, ὠκύπουν, τό· αἰτ. ἀρσ. ὠκύπουν Εὐρ. Ἑλ. 243· Ἐπικ. δοτικ. πληθ. -πόδεσσι Ἰλ. Β. 383, κλπ.· ― ὁ τοὺς πόδας ταχύς, ταχύπους, ὡς τὸ πόδας ὠκύς, παρ’ Ὁμήρ. ἀείποτε ἐπίθετον τῶν ἵππων· τῶν λαγῶν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 302· ἔλαφοι Σοφ. Ο. Κ. 1094· ἱππικῶν.. ὠκύπους ἀγὼν ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 699· κύνες Εὐρ. Ἱππ. 1128· τοῦ Ἑρμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 243.
English (Slater)
ὠκῠπους swift-footed ἵππων τ' ὠκυπόδων Παρθ. 2. 44.
Greek Monolingual
-ουν / ὠκύπους, -ουν, ΝΜΑ, και ὠκύπος, -ον, Α
(στη νεοελλ. ως λόγιος τ.) ο γρήγορος στα πόδια, γοργοπόδαρος
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο ωκύπους
ζωολ. γένος δεκάποδων καρκινοειδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + πούς, ποδός (πρβλ. ταχύπους). Ως επιστημον. όρος της νεοελλ. η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. ocypode].
Greek Monotonic
ὠκύπους: ὁ, ἡ ή -πουν, τό, αιτ. αρσ. ὠκύπουν, Επικ. δοτ. πληθ. ὠκυπόδεσσι κ.λπ.· γοργοπόδαρος, επίθ. που λέγεται για τα άλογα, σε Όμηρ.· ἱππικῶν ὠκύπους ἀγών, σε Σοφ.· κύνες, σε Ευρ. κ.λπ.
Middle Liddell
ὠκύ-πους,
swift-footed, of horses, Hom.; ἱππικῶν ὠκύπους ἀγών Soph.; κύνες Eur., etc.