πολυΐστωρ: Difference between revisions
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
mNo edit summary |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ορος (ὁ, ἡ)<br />qui sait beaucoup, très savant.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ἴστωρ]]. | |btext=ορος (ὁ, ἡ)<br />[[qui sait beaucoup]], [[très savant]].<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ἴστωρ]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 11:50, 9 January 2023
English (LSJ)
ορος, ὁ, ἡ, very learned, polymath, renaissance man, greatly learned, that knows many things, erudite, D.H. Din.1, Str.3.2.12, Gal.17(1).605; esp. as epithet of Alexander Polyhistor, J.AJ1.15.1, etc.; βίβλος AP9.280 (Apollonid.):—also πολυΐστορος, ον, Sch.Lyc.5.
German (Pape)
[Seite 663] ὁ, ἡ, viel wissend, gelehrt, βίβλος, Apollnds. 22 (IX, 280).
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ, ἡ)
qui sait beaucoup, très savant.
Étymologie: πολύς, ἴστωρ.
Russian (Dvoretsky)
πολυΐστωρ: ορος adj. много знающий, весьма ученый (βίβλος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
πολυΐστωρ: -ορος, ὁ, ἡ, ὁ πολλὰ ἐπιστάμενος, πολυμαθής, Ἀνθ. Π. 9. 280, Διον. Ἁλ. π. Δεινάρχ. 1, Στράβ. 149· ― ὡσαύτως πολυΐστορος, ορον, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 5. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. 2. 258.
Greek Monolingual
ο, η, ΝΑ
1. πολυμαθής, πολύξερος («ὁ δὲ ποιητής πολύφωνός τις ὥν καὶ πολυΐστωρ», Στράβ.)
νεοελλ.
(για συγγραφέα) α) αυτός που γράφει για πολλά και ποικίλα θέματα
β) αυτός που ασχολείται με διάφορα είδη του γραπτού λόγου
αρχ.
(για πράγμα) αυτός που περιέχει πολλές γνώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἴστωρ / ἵστωρ (< οἶδα «γνωρίζω»), πρβλ. φιλ-ίστωρ].