συμφράδμων: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, $3.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ονος (ὁ, ἡ)<br />qui délibère avec, conseiller.<br />'''Étymologie:''' [[συμφράζω]].
|btext=ονος (ὁ, ἡ)<br />[[qui délibère avec]], [[conseiller]].<br />'''Étymologie:''' [[συμφράζω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 11:50, 9 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμφράδμων Medium diacritics: συμφράδμων Low diacritics: συμφράδμων Capitals: ΣΥΜΦΡΑΔΜΩΝ
Transliteration A: symphrádmōn Transliteration B: symphradmōn Transliteration C: symfradmon Beta Code: sumfra/dmwn

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ, A one who joins in considering, counsellor, αἲ γὰρ . . τοιοῦτοι δέκα μοι συμφράδμονες εἶεν Il.2.372; σ. θέσθαι τινά Call.Aet.3.1.28, Naumach. ap. Stob.4.23.7, cf. Posidon. ap. Gal.5.400, Tryph.112. II harmonious, in accord, κανόνες σ. αὐλῶν AP9.365 (Jul.); θυμός A.R.Fr.8.

German (Pape)

[Seite 992] ονος, ὁ, ἡ, mitrathend, mit gutem Rathe beistehend, αἲ γὰρ τοιοῦτοι δέκα μοι συμφράδμονες εἶεν Il. 2, 372, u. sp. D., wie Iulian. rex 2 (IX, 365).

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ, ἡ)
qui délibère avec, conseiller.
Étymologie: συμφράζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμφράδμων -ονος, ὁ [συμφράζω] raadgever.

Russian (Dvoretsky)

συμφράδμων: ονος adj.
1 подающий советы, советующий, советник Hom.;
2 согласно звучащий, созвучный (κανόνες αὐλῶν Anth.).

English (Autenrieth)

(φράζω): counselling together, pl., joint counsellors, Il. 2.372†.

Greek Monolingual

-ονος, ὁ, ἡ, Α
1. σύμβουλοςσυμφράδμων Ὀδυσῆι παρίστατο θοῦρις Ἀθήνη», Τρυφιόδ.)
2. αρμονικός
3. φρ. «συμφράδμονα θέσθαί τινα» — το να κάνει κανείς κάποιον σύμβουλό του (Καλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμφράζομαι «συσκέπτομαι, συμβουλεύω» + επίθημα -μων (πρβλ. ὁμο-φράδ-μων)].

Greek Monotonic

συμφράδμων: -ονος, ὁ, ἡ,
I. αυτός που συμμετέχει σε συμβούλιο, σύμβουλος, σε Ομήρ. Ιλ.
II. αυτός που ακούγεται σε συμφωνία με, εναρμονισμένος, με γεν., σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

συμφράδμων: -ονος, ὁ, ἡ, σύμβουλος, αἲ γάρ… τοιοῦτοι δέκα μοι συμφράδμονες εἶεν Ἰλ. Β. 372· σ. θέσθαι τινὰ Ναυμάχ. 22. ΙΙ. ὁ ἀπὸ τοῦ κοινοῦ ἠχῶν, ἐν συμφωνίᾳ ὤν, ὁ ἐν ἁρμονίᾳ ἠχῶν, ἵσταται ἀμφαφόων κανόνας συμφράδμονας αὐλῶν Ἀνθ. Π. 9. 365· θυμὸς Ἀπολλ. Ρόδ. παρ’ Ἀθην. 283F.

Middle Liddell

συμφράδμων, ονος, ὁ, ἡ,
I. one who joins in considering, a counsellor, Il.
II. in accord with, c. gen., Anth.