ὑπολίζων: Difference between revisions

From LSJ

ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)

Source
(4b)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypolizon
|Transliteration C=ypolizon
|Beta Code=u(poli/zwn
|Beta Code=u(poli/zwn
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[ὀλίγος]] VI. <span class="bibl">1</span>.</span>
|Definition=v. [[ὀλίγος]] VI. ''1''.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1224.png Seite 1224]] gen. ονος, etwas weniger, kleiner, λαοὶ δ' ὑπολίζονες [[ἦσαν]] Il. 18, 519, als die Götter.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1224.png Seite 1224]] gen. ονος, etwas weniger, kleiner, λαοὶ δ' ὑπολίζονες [[ἦσαν]] Il. 18, 519, als die Götter.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />[[un peu moindre]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ὀλίγος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπολίζων:''' 2, gen. ονος несколько меньший, чуть пониже ростом (λαοί Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπολίζων''': -ον, γενικ. ονος, ὀλίγον τι ὀλιγώτερος, λαοὶ δ’ ὑπολίζονες ἦσαν, «ἐλάσσονες καὶ μικρότεροι» (Σχόλ.), Ἰλ. Σ. 519. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπολίζον(τ)ες· μεγέθει ἐλάσσονες, ὀλιγώτεροι».
|lstext='''ὑπολίζων''': -ον, γενικ. ονος, ὀλίγον τι ὀλιγώτερος, λαοὶ δ’ ὑπολίζονες ἦσαν, «ἐλάσσονες καὶ μικρότεροι» (Σχόλ.), Ἰλ. Σ. 519. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπολίζον(τ)ες· μεγέθει ἐλάσσονες, ὀλιγώτεροι».
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />un peu moindre.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ὀλίγος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''ὑπολίζων:''' -ον, κάπως λιγότερος ή [[μικρότερος]] σε αριθμό, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ὑπολίζων:''' -ον, κάπως λιγότερος ή [[μικρότερος]] σε αριθμό, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''ὑπολίζων:''' 2, gen. ονος несколько меньший, чуть пониже ростом (λαοί Hom.).
|mdlsjtxt=ὑπ-ολίζων, ον,<br />[[somewhat]] [[less]] or fewer, Il.
}}
}}

Latest revision as of 11:55, 9 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπολίζων Medium diacritics: ὑπολίζων Low diacritics: υπολίζων Capitals: ΥΠΟΛΙΖΩΝ
Transliteration A: hypolízōn Transliteration B: hypolizōn Transliteration C: ypolizon Beta Code: u(poli/zwn

English (LSJ)

v. ὀλίγος VI. 1.

German (Pape)

[Seite 1224] gen. ονος, etwas weniger, kleiner, λαοὶ δ' ὑπολίζονες ἦσαν Il. 18, 519, als die Götter.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
un peu moindre.
Étymologie: ὑπό, ὀλίγος.

Russian (Dvoretsky)

ὑπολίζων: 2, gen. ονος несколько меньший, чуть пониже ростом (λαοί Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπολίζων: -ον, γενικ. ονος, ὀλίγον τι ὀλιγώτερος, λαοὶ δ’ ὑπολίζονες ἦσαν, «ἐλάσσονες καὶ μικρότεροι» (Σχόλ.), Ἰλ. Σ. 519. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπολίζον(τ)ες· μεγέθει ἐλάσσονες, ὀλιγώτεροι».

English (Autenrieth)

ονος (comp. from ὀλίγος): somewhat smaller, on a smaller scale, Il. 18.519†. Also written as two words.

Greek Monolingual

-όλιζον, Α
(επικ. τ.) (στον Όμ.) ο κάπως λιγότερος («ὑπολίζονες
μεγέθει ἐλάσσονες, ὀλιγώτεροι», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ὀλίζων, παλαιότερος τ. συγκριτ. του ὀλίγος.

Greek Monotonic

ὑπολίζων: -ον, κάπως λιγότερος ή μικρότερος σε αριθμό, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ὑπ-ολίζων, ον,
somewhat less or fewer, Il.