τυφλόπους: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source
(6_15)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tyflopous
|Transliteration C=tyflopous
|Beta Code=tuflo/pous
|Beta Code=tuflo/pous
|Definition=ποδος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with blind foot</b>, of Oedipus, <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>1549</span> (lyr.).</span>
|Definition=ποδος, ὁ, ἡ, [[with blind foot]], of [[Oedipus]], E.Ph.1549 (lyr.).
}}
{{bailly
|btext=-ποδος (ὁ, ἡ)<br />[[qui marche aveuglément]], [[au hasard]].<br />'''Étymologie:''' [[τυφλός]], [[πούς]].
}}
{{elnl
|elnltext=τυφλόπους -ποδος &#91;[[τυφλός]], [[πούς]]] [[met blindemans voet]].
}}
{{pape
|ptext=ποδος, ὁ, ἡ, <i>mit blindem, irrendem Fuße</i>, Eur. <i>Phoen</i>. 1543.
}}
{{elru
|elrutext='''τυφλόπους:''' 2, gen. ποδος [[идущий вслепую]]: τ. [[πούς]] Eur. нога слепца.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τυφλόπους''': οδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τυφλοὺς πόδας (ὡς τὸ τοῦ Μίλτωνος ‘these dark steps’), ἐπὶ τοῦ Οἰδίποδος, ἃ [[πόδα]] σὸν τυφλόπουν θεραπεύμασιν αἰὲν ἐμόχθει Εὐριπ. Φοίν. 1549, [[ἔνθα]] ἴδε Πρόρσωνα.
|lstext='''τυφλόπους''': οδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τυφλοὺς πόδας (ὡς τὸ τοῦ Μίλτωνος ‘these dark steps'), ἐπὶ τοῦ Οἰδίποδος, ἃ [[πόδα]] σὸν τυφλόπουν θεραπεύμασιν αἰὲν ἐμόχθει Εὐριπ. Φοίν. 1549, [[ἔνθα]] ἴδε Πρόρσωνα.
}}
{{grml
|mltxt=-οδος, ὁ, ἡ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) (για τον Οιδίποδα) αυτός που έχει [[τυφλά]] πόδια, [[δηλαδή]] που περιπλανιέται [[χωρίς]] να ξέρει πού πηγαίνει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τυφλός]] <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> (<b>πρβλ.</b> [[ταχύ]]-[[πους]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τυφλόπους:''' ὁ, ἡ, αυτός που έχει τυφλά πόδια, λέγεται για τον Οιδίποδα, σε Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τυφλό-πους,<br />with [[blind]] [[foot]], of [[Oedipus]], Eur.
}}
}}

Latest revision as of 12:03, 9 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυφλόπους Medium diacritics: τυφλόπους Low diacritics: τυφλόπους Capitals: ΤΥΦΛΟΠΟΥΣ
Transliteration A: typhlópous Transliteration B: typhlopous Transliteration C: tyflopous Beta Code: tuflo/pous

English (LSJ)

ποδος, ὁ, ἡ, with blind foot, of Oedipus, E.Ph.1549 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

-ποδος (ὁ, ἡ)
qui marche aveuglément, au hasard.
Étymologie: τυφλός, πούς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τυφλόπους -ποδος [τυφλός, πούς] met blindemans voet.

German (Pape)

ποδος, ὁ, ἡ, mit blindem, irrendem Fuße, Eur. Phoen. 1543.

Russian (Dvoretsky)

τυφλόπους: 2, gen. ποδος идущий вслепую: τ. πούς Eur. нога слепца.

Greek (Liddell-Scott)

τυφλόπους: οδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τυφλοὺς πόδας (ὡς τὸ τοῦ Μίλτωνος ‘these dark steps'), ἐπὶ τοῦ Οἰδίποδος, ἃ πόδα σὸν τυφλόπουν θεραπεύμασιν αἰὲν ἐμόχθει Εὐριπ. Φοίν. 1549, ἔνθα ἴδε Πρόρσωνα.

Greek Monolingual

-οδος, ὁ, ἡ, Α
(ποιητ. τ.) (για τον Οιδίποδα) αυτός που έχει τυφλά πόδια, δηλαδή που περιπλανιέται χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός + πούς, ποδός (πρβλ. ταχύ-πους)].

Greek Monotonic

τυφλόπους: ὁ, ἡ, αυτός που έχει τυφλά πόδια, λέγεται για τον Οιδίποδα, σε Ευρ.

Middle Liddell

τυφλό-πους,
with blind foot, of Oedipus, Eur.