τενεκεδένιος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ντενεκεδένιος]], -α, -ο, Ν<br />κατασκευασμένος από τενεκέ, από λευκοσίδηρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τενεκεδ</i>- του πληθ. <i>τενεκέδες</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ένιος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μολυβ</i>-<i>ένιος</i>)].
|mltxt=[[τενεκεδένιος]] και [[ντενεκεδένιος]], -α, -ο, Ν<br />κατασκευασμένος από τενεκέ, από λευκοσίδηρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τενεκεδ</i>- του πληθ. <i>τενεκέδες</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ένιος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μολυβ</i>-<i>ένιος</i>)].
}}
}}
{{trml
{{trml

Revision as of 11:10, 10 January 2023

Greek Monolingual

τενεκεδένιος και ντενεκεδένιος, -α, -ο, Ν
κατασκευασμένος από τενεκέ, από λευκοσίδηρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τενεκεδ- του πληθ. τενεκέδες + κατάλ. -ένιος (πρβλ. μολυβ-ένιος)].

Translations

made of tin

Belarusian: алавяны, валавяны, цынавы; Breton: staen; Bulgarian: калаен, тенекиен; Czech: cínový; Dutch: tinnen; Finnish: tinainen, peltinen; French: d'étain, en étain; Greek: κασσιτέρινος, από κασσίτερο, εκ κασσιτέρου, ντενεκεδένιος, τενεκεδένιος; Ancient Greek: κασσιτέρινος, καττιτέρινος; German: Zinn-, zinnen; Hungarian: ón-, cin-, bádog-; Interlingua: de latta, de stanno; Italian: di stagno; Macedonian: калаен, тенекиен; Polish: cynowy; Portuguese: de lata, de estanho; Romanian: de cositor, din cositor; Russian: оловянный; Serbo-Croatian Cyrillic: лѝмен; Roman: lìmen; Slovak: cínový; Slovene: kositrni; Spanish: de estaño; Russian: оловянный; Ukrainian: олов'яний, циновий