irreprochable: Difference between revisions
From LSJ
οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
Tag: Undo |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἀνυπαίτιος]], [[ἀμετάπτωτος]], [[ἄληπτος]], [[ἄβακτος]], [[ἄμυμος]], [[ἀνέλεγχος]], [[διάμεμπτος]], [[ἀπαράγραπτος]], [[ἀμύμων]], [[ἀμεμφής]], [[ἀμεμφῶς]], [[ἀμεμφέως]], [[ἄψεκτος]], [[ἀψεγής]], [[ἄμεμπτος]], [[ἄμωμος]], [[ἀνέγκλητος]], [[ἄψογος]], [[ἀνονείδιστος]], [[ἀνεπίφθονος]], [[ἄμομφος]], [[ἀνεπίπληκτος]], [[ἀμώμητος]], [[ἀδιάβολος]], [[ἀκατάγνωστος]], [[ἀνεπιτίμητος]], [[ἀνεξέλεγκτος]], [[ἀνέλεγκτος]], [[ἀκατηγόρητος]], [[ἀνεπίληπτος]], [[ἀνεύθυνος]], [[ἀκακέμφατος]] | |sltx=[[ἀνυπαίτιος]], [[ἀμετάπτωτος]], [[ἄληπτος]], [[ἄβακτος]], [[ἄβυκτος]], [[ἄμυμος]], [[ἀνέλεγχος]], [[διάμεμπτος]], [[ἀπαράγραπτος]], [[ἀμύμων]], [[ἀμεμφής]], [[ἀμεμφῶς]], [[ἀμεμφέως]], [[ἄψεκτος]], [[ἀψεγής]], [[ἄμεμπτος]], [[ἄμωμος]], [[ἀνέγκλητος]], [[ἄψογος]], [[ἀνονείδιστος]], [[ἀνεπίφθονος]], [[ἄμομφος]], [[ἀνεπίπληκτος]], [[ἀμώμητος]], [[ἀδιάβολος]], [[ἀκατάγνωστος]], [[ἀνεπιτίμητος]], [[ἀνεξέλεγκτος]], [[ἀνέλεγκτος]], [[ἀκατηγόρητος]], [[ἀνεπίληπτος]], [[ἀνεύθυνος]], [[ἀκακέμφατος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:12, 11 January 2023
Spanish > Greek
ἀνυπαίτιος, ἀμετάπτωτος, ἄληπτος, ἄβακτος, ἄβυκτος, ἄμυμος, ἀνέλεγχος, διάμεμπτος, ἀπαράγραπτος, ἀμύμων, ἀμεμφής, ἀμεμφῶς, ἀμεμφέως, ἄψεκτος, ἀψεγής, ἄμεμπτος, ἄμωμος, ἀνέγκλητος, ἄψογος, ἀνονείδιστος, ἀνεπίφθονος, ἄμομφος, ἀνεπίπληκτος, ἀμώμητος, ἀδιάβολος, ἀκατάγνωστος, ἀνεπιτίμητος, ἀνεξέλεγκτος, ἀνέλεγκτος, ἀκατηγόρητος, ἀνεπίληπτος, ἀνεύθυνος, ἀκακέμφατος