ἀσύμβατος: Difference between revisions
m (Text replacement - ":]]" to "]]:") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=asymvatos | |Transliteration C=asymvatos | ||
|Beta Code=a)su/mbatos | |Beta Code=a)su/mbatos | ||
|Definition=Att. | |Definition=Att. [[ἀξύμβατος]], ον,<br><span class="bld">A</span> [[that does not produce agreement]], [[not coming to terms]], τὸ ἀξ. Th.3.46; ἀσύμβατος [[ἐχθρός]] Ph.1.223; [[ἀντίθεσις]] ἀσύμβατος = [[irreconcilable]], Plu.2.946e, cf. Procl. ''Inst.''28, Dam.''Pr.''5. Adv. [[ἀσυμβάτως]] = [[irreconcilably]], [[ἀσυμβάτως ἔχειν]] to [[be irreconcilable]], Ph.''Fr.''24 H., Plu.''Cic.''46: neut. Pl. as adverb, [[ἀσύμβατα]] [[μνησικακώ|μνησικακοῦντες]] Ph.2.520.<br><span class="bld">2</span> [[not comparable]], [[disparate]]: [[εἰς ἕτερα ἀσύμβατα]] = [[incongruous]] in other respects, Gal.5.540.<br><span class="bld">3</span> [[τραῦμα]] ἀσύμβατον = [[wound]] [[that will not close up]], [[that will not heal]], Aret.''CA''2.2.<br><span class="bld">II</span> Act., [[bringing no agreement]], [[κοινολογία]] Plb.15.9.1. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἀξύμβατος]] Th.3.46<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que no se puede juntar]], [[irreconciliable]] ἐχθρὸς ἀ. Ph.1.223, [[ἀντίθεσις]] ἀ. Plu.2.946e, εἰ γὰρ ἑκάτερον μένοι ὅ ἐστιν, ἀσύμβατα ἔσται Dam.<i>in Phlb</i>.46, cf. Procl.<i>Inst</i>.28, Dam.<i>Pr</i>.5<br /><b class="num">•</b>πολλὰ ἀσύμβατα ... εἰς ἕτερα hay muchas cosas discordantes respecto a otras</i> Gal.5.540<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. como adv. ἀσύμβατα μνησικακοῦντες guardando rencor en forma irreconciliable</i> Ph.2.520.<br /><b class="num">2</b> [[que no llega a un acuerdo]] ἀσύμβατον ποιησάμενοι κοινολογίαν Plb.15.9.1<br /><b class="num">•</b>subst. [[τὸ ἀσύμβατον]] = [[falta de acuerdo]] Th.l.c.<br /><b class="num">3</b> medic. [[τρῶμα ἀσύμβατον]] = [[herida que no se cierra]]</i> Aret.<i>CA</i> 2.2.9.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀσυμβάτως]] = [[sin acuerdo]] ἀσπόνδως καὶ ἀσυμβάτως ἔχοντες Ph.<i>Fr</i>.24, cf. Plu.<i>Cic</i>.46. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:07, 18 January 2023
English (LSJ)
Att. ἀξύμβατος, ον,
A that does not produce agreement, not coming to terms, τὸ ἀξ. Th.3.46; ἀσύμβατος ἐχθρός Ph.1.223; ἀντίθεσις ἀσύμβατος = irreconcilable, Plu.2.946e, cf. Procl. Inst.28, Dam.Pr.5. Adv. ἀσυμβάτως = irreconcilably, ἀσυμβάτως ἔχειν to be irreconcilable, Ph.Fr.24 H., Plu.Cic.46: neut. Pl. as adverb, ἀσύμβατα μνησικακοῦντες Ph.2.520.
2 not comparable, disparate: εἰς ἕτερα ἀσύμβατα = incongruous in other respects, Gal.5.540.
3 τραῦμα ἀσύμβατον = wound that will not close up, that will not heal, Aret.CA2.2.
II Act., bringing no agreement, κοινολογία Plb.15.9.1.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀξύμβατος Th.3.46
I 1que no se puede juntar, irreconciliable ἐχθρὸς ἀ. Ph.1.223, ἀντίθεσις ἀ. Plu.2.946e, εἰ γὰρ ἑκάτερον μένοι ὅ ἐστιν, ἀσύμβατα ἔσται Dam.in Phlb.46, cf. Procl.Inst.28, Dam.Pr.5
•πολλὰ ἀσύμβατα ... εἰς ἕτερα hay muchas cosas discordantes respecto a otras Gal.5.540
•neutr. plu. como adv. ἀσύμβατα μνησικακοῦντες guardando rencor en forma irreconciliable Ph.2.520.
2 que no llega a un acuerdo ἀσύμβατον ποιησάμενοι κοινολογίαν Plb.15.9.1
•subst. τὸ ἀσύμβατον = falta de acuerdo Th.l.c.
3 medic. τρῶμα ἀσύμβατον = herida que no se cierra Aret.CA 2.2.9.
II adv. ἀσυμβάτως = sin acuerdo ἀσπόνδως καὶ ἀσυμβάτως ἔχοντες Ph.Fr.24, cf. Plu.Cic.46.
German (Pape)
[Seite 380] unvereinbar, τὸ ἀσ., Abneigung gegen einen Vergleich, Thuc. 3, 46; κοινολογία, eine Unterhandlung, bei der man sich nicht einigen kann, Pol. 15, 9; τραῦμα, eine Wunde, die nicht zuheilen will, Med. – Adv. ἀσυμβάτως, ἔχειν, nicht einig werden können, Plut. Dio. 21.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne peut se réunir ; fig. qui ne peut s'accorder, qui ne se prête à aucun accommodement, irréconciliable ; τὸ ἀσύμβατον THC dispositions irréconciliables.
Étymologie: ἀ, συμβαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀσύμβᾰτος: староатт. ἀξύμβᾰτος 2 несговорчивый, непримиримый (ἀντίθεσις Plut.): ἀσύμβατον ποιεῖσθαι τὴν κοινολογίαν Polyb. не приходить ни к какому соглашению.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσύμβᾰτος: παλ. Ἀττ. ἀξύμβατος, ον, μὴ ἐρχόμενος εἰς συμβιβασμόν, ἀσυμβίβαστος, ἡμῖν τε πῶς οὐ βλάβη δαπανᾶν καθημένοις διὰ τὸ ἀξύμβατον..., διὰ τὸ μὴ συμβιβάζεσθαι, Θουκ. 3. 46· ἀσ. ἐχθρὸς Φίλων 1. 223· ἡ μὲν γὰρ κατὰ στέρησιν καὶ ἕξιν ἀντίθεσις, πολεμικὴ καὶ ἀσύμβατός ἐστι, ἀδιάλλακτος, Πλούτ. 2. 946Ε· - τραῦμα ἀσύμβατον, μὴ θεραπευόμενον, Ἀρετ. 97: - Ἐπίρρ. ἀσυμβάτως, Ἀντωνίου μὲν ἀσυμβάτως ἔχοντος, μὴ συνδιαλασσομένου, Πλουτ. Κικ. 46. ΙΙ. ἄνευ συμβιβαστικοῦ ἀποτελέσματος, Ἀννίβας καὶ Πόπλιος ἐχωρίσθησαν ἀξύμβατος ποιησάμενοι τὴν κοινολογίαν Πολύβ. 15. 9, 1.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀσύμβατος και αττ. ἀξύμβατος, -ον) συμβαίνω
νεοελλ.
1. χαρακτηρισμός βιολογικού στοιχείου σε συσχετισμό προς ορισμένο οργανισμό, στον οποίο αν χορηγηθεί, οδηγεί σε ανεπιθύμητες αντιδράσεις
2. «ασύμβατες ευθείες» — στην ευκλείδεια γεωμετρία, οι ευθείες που δεν είναι παράλληλες και δεν τέμνονται
αρχ.
1. αυτός που δεν συμβιβάζεται ή που δεν μπορεί να συνυπάρξει με άλλον
2. εκείνος που δεν οδηγεί σε συμβιβασμό ή συμφωνία
3. (για τραύμα) που δύσκολα θεραπεύεται.
Greek Monotonic
ἀσύμβᾰτος: αρχ. Αττ. ἀ-ξύμβατος, -ον (συμβαίνω), αυτός που δεν έρχεται σε συμβιβασμό, σε Θουκ.· επίρρ., -τως ἔχειν, είμαι αδιάλλακτος, ασυμβίβαστος, σε Σοφ.
Middle Liddell
συμβαίνω
not coming to terms, Thuc.:—adv., -τως ἔχειν to be irreconcilable, Plut.