ἀνάπλους: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
m (pape replacement)
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{DGE
|dgtxt=[[ἀνάπλους]], -ου, ὁ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἀνάπλοος]] Hdt.2.4, 8<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[travesía]], [[navegación]] ἐς τὴν ἀνάπλοος ἀπὸ θαλάσσης ἑπτὰ ἡμερέων ἐστὶ ἀνὰ τὸν ποταμόν Hdt.2.4, cf. 2.8, Scyl.<i>Per</i>.13, 17, τὸν δ' ἐπὶ τοὺς τόπους ἀνάπλουν ποιούμενος <i>BGU</i> 1817.10 (I a.C.), cf. D.50.18, Thphr.<i>HP</i> 4.7.3, <i>PTeb</i>.739.21 (II a.C.), Scymn.801.<br /><b class="num">2</b> [[salida]] de un barco, Plb.1.53.13.<br /><b class="num">II</b> [[regreso]], [[travesía de vuelta]] καὶ τὸν ἀνάπλουν <i>PPetr</i>.3.20.2.9 (III a.C.), εἰς Ἀλεξάνδρειαν τὸν ἐκ τῶν Κόλχων ἀνάπλουν Str.1.3.15.<br /><b class="num">III</b> concr. [[canal]] τὸν ἀνάπλουν ἐκ τῆς θαλάττης ... ὡς εἰς λιμένα ἐποιήσαντο Pl.<i>Criti</i>.115d, 117e<br /><b class="num">•</b>Ἀνάπλους Βοσπόρου obra de Dion.Byz., descripción de los alrededores marítimos de Bizancio, Dion.Byz.tít., cf. Io.Mal.<i>Chron</i>.M.97.596C.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0202.png Seite 202]] zsgz. ἀνάπλους, ὁ, 1) die Fahrt stromaufwärts, Her. 2, 4, 8; Plut. Cat. min. 39. – 2) die Fahrt aus dem Hafen auf die hohe See, Pol. 1, 53 u. öfter; ἀνάπλουν ποιεῖσθαι, = ἀνάγεσθαι, 1, 49; aber Plat. πρὸς ἐκεῖνον ὡς εἰς λιμένα Crit. 115 d, bei dem es auch der Landungsplatz ist, neben [[λιμήν]], 117 e. – 3) die Rückfahrt, Strabo.
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />v. [[ἀνάπλοος]].
|btext=όου (ὁ) :<br />[[navigation en remontant le cours de l'eau]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀναπλέω]].
}}
}}
{{DGE
{{elru
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἀνάπλοος Hdt.2.4, 8<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[travesía]], [[navegación]] ἐς τὴν ἀνάπλοος ἀπὸ θαλάσσης ἑπτὰ ἡμερέων ἐστὶ ἀνὰ τὸν ποταμόν Hdt.2.4, cf. 2.8, Scyl.<i>Per</i>.13, 17, τὸν δ' ἐπὶ τοὺς τόπους ἀνάπλουν ποιούμενος <i>BGU</i> 1817.10 (I a.C.), cf. D.50.18, Thphr.<i>HP</i> 4.7.3, <i>PTeb</i>.739.21 (II a.C.), Scymn.801.<br /><b class="num">2</b> [[salida]] de un barco, Plb.1.53.13.<br /><b class="num">II</b> [[regreso]], [[travesía de vuelta]] καὶ τὸν ἀνάπλουν <i>PPetr</i>.3.20.2.9 (III a.C.), εἰς Ἀλεξάνδρειαν τὸν ἐκ τῶν Κόλχων ἀνάπλουν Str.1.3.15.<br /><b class="num">III</b> concr. [[canal]] τὸν ἀνάπλουν ἐκ τῆς θαλάττης ... ὡς εἰς λιμένα ἐποιήσαντο Pl.<i>Criti</i>.115d, 117e<br /><b class="num"></b>Ἀνάπλους Βοσπόρου obra de Dion.Byz., descripción de los alrededores marítimos de Bizancio, Dion.Byz.tít., cf. Io.Mal.<i>Chron</i>.M.97.596C.
|elrutext='''ἀνάπλοος:''' стяж. [[ἀνάπλους]] ὁ<br /><b class="num">1</b> [[плавание вверх по реке]] Her., Plut. или вглубь страны Plat.;<br /><b class="num">2</b> [[отплытие]] Polyb.;<br /><b class="num">3</b> [[гавань]], [[бухта]] или [[канал]] Plat.;<br /><b class="num">4</b> [[обратное плавание]] Polyb.
}}
{{ls
|lstext='''ἀνάπλοος''': συνῃρ. -πλους, ὁ, ([[ἀναπλέω]]) τὸ ἀναπλέειν, πλέειν ἄνω ἐν ποταμῷ [[ἐναντίον]] τοῦ ῥεύματος, Ἡρόδ. 2. 4. καὶ 8· ὁ ἀν. ἐκ τῆς θαλάττης, ἐπὶ διώρυχος φερούσης ἀπὸ τῆς θαλάσσης εἰς μεσόγαιόν τινα λιμένα, Πλάτ. Κριτί. 115D, πρβλ. 117E· 2) ὁ ἐκ λιμένος εἰς τὸ [[πέλαγος]] [[πλοῦς]], Πολύβ. 1. 53, 13, ἀνάπλουν ποιεῖσθαι = ἀνάγεσθαι, ὁ αὐτὸς 1. 49, 12. ΙΙ. ὁ πρὸς ἐπιστροφὴν [[πλοῦς]], Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 4. 7, 3.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀνάπλοος]], ο (Α)<br />ο [[ανάπλους]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνάπλοος:''' συνηρ. -[[πλους]], <i></i> ([[ἀναπλέω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[πλεύση]] προς τα πάνω σε ποταμό, δηλ. ενάντια στο [[ρεύμα]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[απόπλους]] στη [[θάλασσα]], σε Πολύβ.
}}
}}
{{pape
{{mdlsj
|ptext=ὁ, zusammengezogen aus [[ἀνάπλοος]].
|mdlsjtxt=[[ἀναπλέω]]<br /><b class="num">1.</b> a [[sailing]] upstream, Hdt.<br /><b class="num">2.</b> a putting out to sea, Polyb.
}}
}}

Latest revision as of 11:51, 1 April 2023

Spanish (DGE)

ἀνάπλους, -ου, ὁ
• Alolema(s): ἀνάπλοος Hdt.2.4, 8
I 1travesía, navegación ἐς τὴν ἀνάπλοος ἀπὸ θαλάσσης ἑπτὰ ἡμερέων ἐστὶ ἀνὰ τὸν ποταμόν Hdt.2.4, cf. 2.8, Scyl.Per.13, 17, τὸν δ' ἐπὶ τοὺς τόπους ἀνάπλουν ποιούμενος BGU 1817.10 (I a.C.), cf. D.50.18, Thphr.HP 4.7.3, PTeb.739.21 (II a.C.), Scymn.801.
2 salida de un barco, Plb.1.53.13.
II regreso, travesía de vuelta καὶ τὸν ἀνάπλουν PPetr.3.20.2.9 (III a.C.), εἰς Ἀλεξάνδρειαν τὸν ἐκ τῶν Κόλχων ἀνάπλουν Str.1.3.15.
III concr. canal τὸν ἀνάπλουν ἐκ τῆς θαλάττης ... ὡς εἰς λιμένα ἐποιήσαντο Pl.Criti.115d, 117e
Ἀνάπλους Βοσπόρου obra de Dion.Byz., descripción de los alrededores marítimos de Bizancio, Dion.Byz.tít., cf. Io.Mal.Chron.M.97.596C.

German (Pape)

[Seite 202] zsgz. ἀνάπλους, ὁ, 1) die Fahrt stromaufwärts, Her. 2, 4, 8; Plut. Cat. min. 39. – 2) die Fahrt aus dem Hafen auf die hohe See, Pol. 1, 53 u. öfter; ἀνάπλουν ποιεῖσθαι, = ἀνάγεσθαι, 1, 49; aber Plat. πρὸς ἐκεῖνον ὡς εἰς λιμένα Crit. 115 d, bei dem es auch der Landungsplatz ist, neben λιμήν, 117 e. – 3) die Rückfahrt, Strabo.

French (Bailly abrégé)

όου (ὁ) :
navigation en remontant le cours de l'eau.
Étymologie: ἀναπλέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάπλοος: стяж. ἀνάπλους
1 плавание вверх по реке Her., Plut. или вглубь страны Plat.;
2 отплытие Polyb.;
3 гавань, бухта или канал Plat.;
4 обратное плавание Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάπλοος: συνῃρ. -πλους, ὁ, (ἀναπλέω) τὸ ἀναπλέειν, πλέειν ἄνω ἐν ποταμῷ ἐναντίον τοῦ ῥεύματος, Ἡρόδ. 2. 4. καὶ 8· ὁ ἀν. ἐκ τῆς θαλάττης, ἐπὶ διώρυχος φερούσης ἀπὸ τῆς θαλάσσης εἰς μεσόγαιόν τινα λιμένα, Πλάτ. Κριτί. 115D, πρβλ. 117E· 2) ὁ ἐκ λιμένος εἰς τὸ πέλαγος πλοῦς, Πολύβ. 1. 53, 13, ἀνάπλουν ποιεῖσθαι = ἀνάγεσθαι, ὁ αὐτὸς 1. 49, 12. ΙΙ. ὁ πρὸς ἐπιστροφὴν πλοῦς, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 4. 7, 3.

Greek Monolingual

ἀνάπλοος, ο (Α)
ο ανάπλους.

Greek Monotonic

ἀνάπλοος: συνηρ. -πλους, (ἀναπλέω),
1. πλεύση προς τα πάνω σε ποταμό, δηλ. ενάντια στο ρεύμα, σε Ηρόδ.
2. απόπλους στη θάλασσα, σε Πολύβ.

Middle Liddell

ἀναπλέω
1. a sailing upstream, Hdt.
2. a putting out to sea, Polyb.