λαβρόσυτος: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $2$4")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λαβρόσυτος]], -ον (Α)<br />αυτός που ορμά με [[μανία]], με θυελλώδη [[ταχύτητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λάβρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>συτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σεύομαι</i> «[[ορμώ]], [[εκτοξεύω]]»), [[πρβλ]]. <i>θεό</i>-<i>συτος</i>].
|mltxt=[[λαβρόσυτος]], -ον (Α)<br />αυτός που ορμά με [[μανία]], με θυελλώδη [[ταχύτητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λάβρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>συτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σεύομαι</i> «[[ορμώ]], [[εκτοξεύω]]»), [[πρβλ]]. [[θεόσυτος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 06:25, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαβρόσῠτος Medium diacritics: λαβρόσυτος Low diacritics: λαβρόσυτος Capitals: ΛΑΒΡΟΣΥΤΟΣ
Transliteration A: labrósytos Transliteration B: labrosytos Transliteration C: lavrosytos Beta Code: labro/sutos

English (LSJ)

ον, (σεύω) rushing furiously, A.Pr.600 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 2] ἦλθον, schnell fortgerissen, in stürmischer Hast, Aesch. Prom. 603, früher λαβρόσσυτος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s'élance impétueusement.
Étymologie: λάβρος, σεύω.

Russian (Dvoretsky)

λαβρόσῠτος: бурно устремляющийся, стремительный Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

λαβρόσῠτος: -ον, (σεύω) μανιωδῶς ὁρμῶν, ὁρμητικώτατος, Αἰσχύλ. Πρ. 601 (Λυρ).

Greek Monolingual

λαβρόσυτος, -ον (Α)
αυτός που ορμά με μανία, με θυελλώδη ταχύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάβρος + -συτος (< σεύομαι «ορμώ, εκτοξεύω»), πρβλ. θεόσυτος].

Greek Monotonic

λαβρόσῠτος: -ον (σεύω), αυτός που ορμά με μανία, ορμητικώτατος, βίαιος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

λαβρόσῠτος, ον σεύω
rushing furiously, Aesch.